Άγιος Ευθύμιος ο Ιβηροσκητιώτης

Ο Άγιος Ευθύμιος ο Ιβηροσκητιώτης


Καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Δημητσάνας και ονομαζόταν Ελευθέριος. Εκπαιδεύτηκε στη σχολή της πόλης του και συμπλήρωσε με τον αδελφό του Ιωάννη τίς σπουδές του στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης και έπειτα πήγαν μαζί στο Ιάσιο, όπου βρισκόταν ο πατέρας τους μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους Γεώργιο και Χρήστο. Εκεί ο Ελευθέριος αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος για να γίνει μοναχός, επειδή όμως δεν μπόρεσε λόγω ειδικών συνθηκών, πήγε στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε κοντά σ' έναν Γάλλο πρόξενο και κατόπιν κοντά σ' έναν Ρώσο ανώτερο υπάλληλο. Αργότερα προσκολλήθηκε σε κάποιους Τούρκους και στο δρόμο για την Κων/πολη εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Ρεσίτ. Αμέσως μετά την περιτομή ο Ελευθέριος κατάλαβε το ανοσιούργημά του και ζητούσε ευκαιρία να επανέλθει στην πατρώα πίστη. Στήν Κων/πολη η Ρωσσική πρεσβεία τον διευκόλυνε να φύγει στο Άγιον Όρος, όπου συνάντησε τον πατριώτη του Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' , στον οποίο και εξομολογήθηκε την αποστασία του. Με μετάνοια και μετά από πολλή νηστεία, αγρυπνία και προσευχή εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος. Αργότερα με τη συνοδεία του μοναχού Γρηγορίου, στις 19 Μαρτίου 1814, ήλθε στο Γαλατά της Κων/πολης. Αφού μετέλαβε, άλλαξε τη μοναχική ενδυμασία με τουρκική και με την ευχή του συνοδού του Γρηγορίου βάδισε για το μαρτύριο. Ήταν η ημέρα της Κυριακής των Βαΐων. Παρουσιάστηκε στον Βεζίρη Ρουσούτ πασά και αφού ποδοπάτησε μπροστά του το τουρκικό φέσι του, ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός και ότι η θρησκεία του Μωάμεθ είναι μια μεγάλη απάτη. Τότε τον βασάνισαν φρικτά και τον έκλεισαν στη φυλακή. Δύο φορές ακόμα οδηγήθηκε μπροστά στον κριτή, προκειμένου να αλλάξει γνώμη, ο Ευθύμιος όμως στάθηκε σταθερός και αμετακίνητος στην πίστη του οπότε στις 22 Μαρτίου 1814 τον αποκεφάλισαν. Οι συμπατριώτες του, για να τον τιμήσουν, ανήγειραν ναό στο όνομά του μαζί με αυτόν του ιερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ στη Δημητσάνα.

Στη Μονή του Εσφιγμένου παρέμεινε γιά ένα διάστημα ολίγων μηνών κατόπιν βαρυτάτης ασθενείας δεχόμενος τις περιποιήσεις των αδελφών ώσπου ανέκτησε την υγεία του.