Άγιος Τιμόθεος

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Τιμόθεος μαρτύρησε την 29η Οκτωβρίου 1820. Καταγόταν από το χωριό Παράορα της Κεσσάνης της Θράκης, ονομαζόταν Τριαντάφυλλος και ήταν έγγαμος.

Η γυναίκα του κατά διαβολική συνεργία εγκατέλειψε την πίστη και τον σύζυγό της και πήρε κάποιον Τούρκο. Μετά λίγο χρόνο ήλθε σε συναίσθηση, δεν μπορούσε όμως να λυτρωθεί από τον Αγαρηνό. Κατόπιν μυστικής συνεννοήσεως με τον σύζυγό της, ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να την προτρέπει να επιστρέψει στην ευσέβεια, αποφάσισαν να προσποιηθεί εκείνος ότι γίνεται Τούρκος κατ'οικονομίαν, για να πάρει πάλι τη γυναίκα του και κατόπιν εκείνη να γίνει μοναχή σε Μοναστήρι, ενώ εκείνος να πάει στο Άγιον Όρος, όπως και έπραξαν. Μετά λίγο καιρό, κατά τον οποίον ζούσαν φανερά σαν Οθωμανοί και κρυφά χριστιανικά, ανεχώρησαν και περνώντας από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) ο άγιος εγκατέστησε εκείνην σε γυναικείο μοναστήρι ενώ ο ίδιος ήλθε στο Άγιον Όρος και κοινοβίασε στη Μεγίστη Λαύρα. Εκεί υπηρετούσε πρόθυμα διδασκόμενος την ακρίβεια της μοναδικής πολιτείας για έξι χρόνια και όταν πήρε το σχήμα του σταυροφόρου, ονομάσθηκε Τιμόθεος. Έχοντας πόθο εγκάρδιο να μαρτυρήσει, όταν άκουσε το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου Αγαθαγγέλου που έγινε τότε (19 Απριλίου του 1819), έλαβε την άδεια και κοινοβίασε στην Μονή Εσφιγμένου, εκτελώντας πρόθυμα όλα όσα τον προσέτασσαν και προετοιμαζόταν για το Μαρτύριο.

Επειδή ο πόθος του για το Μαρτύριο αυξανόταν συνεχώς, παρακαλούσε συχνά τον ηγούμενο Ευθύμιο να του δώσει την ευλογία να μαρτυρήσει. Αυτός τότε αφού τον δοκίμασε, τον έστειλε με γράμματα προς τον διδάσκαλο Γερμανό που βρισκόταν στα παράλια της Προποντίδας, για να τον συνοδεύσει, να τον ενισχύει και νουθετεί.

Καθ' οδόν θα διερχόταν από το χωριό του, στο οποίο είχε αφήσει τις δύο κόρες του και ρώτησε τον ηγούμενο, αν επιτρεπόταν να τις δει καθώς θα περνούσε. Ο ηγούμενος φοβήθηκε μήπως εμποδισθεί από τον σκοπό του και για να τον λαμπρύνει περισσότερο, δεν του επέτρεψε. Έτσι ο Αγιος Τιμόθεος, αν και καίγονταν τα σπλάγχνα του από την πατρική αγάπη, υπάκουσε στην εντολή.

Αφού συναντήθηκε με το Γερμανό, πήγε στην Κεσσάνη, παρουσιάσθηκε στο κριτήριο των ασεβών όπου ομολόγησε ότι ήταν πριν χριστιανός και ότι ως χριστιανός επιθυμούσε να πεθάνει, αποκηρύττοντας την ασέβεια. Τότε τον έδεσαν σφιχτά, τον έριξαν στη φυλακή και την άλλη μέρα τον έστειλαν στην Αδριανούπολη μαζί με τον Ιερομόναχο Γερμανό. Εκεί, αφού εξετάσθηκε και πάλι, τον έριξαν στην φυλακή δεμένο και τον έδερναν άσπλαγχνα κάθε μέρα.

Ο Γερμανός κατόρθωσε να του μεταδώσει τη θεία Κοινωνία και να πληροφορηθεί όλα του τα μαρτύρια. Μετά από λίγες μέρες πάλι ο πασάς τον παρακινούσε να ξαναγίνει μωαμεθανός, αλλά ο ομολογητής κήρυττε τον Χριστό, οπότε έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Ορισμένοι Συναξαριστές μαζί μ' αυτόν αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο. Ο Γερμανός κατέβαλε πολλή προσπάθεια να εξαγοράσει το σώμα του, αλλά οι Αγαρηνοί για να πάρουν εκδίκηση για την θρησκεία τους, την οποία ο Μάρτυς κατήσχυνε, το έριξαν στον ποταμό. Ο Γερμανός αγόρασε μόνο τα ματωμένα ρούχα του και τα έφερε στη Μονή.

Μαρτύρησε και εορτάζεται στίς 29 Οκτωβρίου.