16.4.10

Το ζήτημα της Μονής Εσφιγμένου: Εκκλησιαστική-εκκλησιολογική προσέγγιση. Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Το ζήτημα της Μονής Εσφιγμένου
Εκκλησιαστική-εκκλησιολογική προσέγγιση Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Αρχιμ. Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, Αρχιγραμματέως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου
(Θεσσαλονίκη, 16 Απριλίου 2010)

Προσφωνήσεις

Χριστός Ανέστη !

Για τη Μονή Εσφιγμένου και το ζήτημα της κατοχής του κτιριακού της συγκροτήματος έχουν λεχθεί ήδη πολλά, διό και παρέλκει οιαδήτις προσέγγιση από μέρους μου, η οποία θα αποτελούσε επανάληψη των εμπεριστατωμένως παρουσιασθέντων από άλλους, αρμοδιότερους ομιλητές.

Ως εκ της ιδιότητός μου και της θέσεώς μου, επέλεξα να κάνω μία προσέγγιση του θέματος από εκκλησιαστικής-εκκλησιολογικής απόψεως, παρουσιάζοντας και ερμηνεύοντας ταυτόχρονα και τη θέση και τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν προκειμένω.

Στην προσέγγιση αυτή δεν θα αποφύγω την αναφορά στην ιστορική εξέλιξη της υποθέσεως, διότι θα προσπαθήσω να την παρουσιάσω από θεολογική και εκκλησιολογική έποψη. Χρήσιμη επίσης θα φανεί κατά την ταπεινή μου άποψη και μία επισκόπηση των Ιερών Κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στις σχέσεις των Ιερών Μονών με τους οικείους επισκόπους, σχέσεις, οι οποίες στη διάρκεια της πολυκυμάντου εκκλησιαστικής ιστορίας είχαν διάφορες διακυμάνσεις.


Η σχέση αυτή μοναχισμού-οικείου επισκόπου καθορίστηκε εξ υπαρχής από την εμφάνιση κιόλας του μοναχισμού, στη βάση της σχέσης της χαρισματικής πνευματικής-ασκητικής εμπειρίας με την οργανωμένη και ιεραρχημένη δομή της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας, φέρουσας επί κεφαλής τον επίσκοπο. Από θεολογικής και δογματικής απόψεως ασφαλώς το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που και συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας και πνέει όπου θέλει διανέμοντας ποικιλίαν χαρισμάτων. Αφού λοιπόν ένα είναι το Άγιο Πνεύμα το οποίο διήκει και τις δύο αυτές μορφές τρόπου υπάρξεως των χριστιανών, έπρεπε η εκκλησία να βρεί τρόπους εν τη πράξει εναρμονίσεως του βίου των πιστών – μοναχών και μη – ώστε να αποτραπεί η αυτονόμηση της ασκητικής εμπειρίας και η αποκοπή της από το τοπικό και ευρύτερο εκκλησιαστικό σώμα. Αυτό επετεύχθη με τους «Όρους κατά πλάτος» και τους «Όρους κατ’ επιτομήν» του Μεγάλου Βασιλείου, κατά τους οποίους ο μοναχισμός εντάχθηκε στη ζωή της τοπικής εκκλησίας με τρόπο που διέσωζε ταυτόχρονα και την ελευθερία του εν Πεύματι ασκητισμού. «Πλήρης αυτονομία των μοναστικών κέντρων από κάθε εκκλησιαστική εποπτεία ήταν εκκλησιολογικώς αδιανόητη και κανονικώς αδύνατη», όπως ευστόχως συμπεραίνει ο κ. Βλάσιος Φειδάς στο έργο του Κύριοι Σταθμοί της Ιστορικής Πορείας του Μοναχισμού. Η τάση του μοναχισμού για περισσότερη ανεξαρτησία από τον τοπικό επίσκοπο και η προσπάθεια του τελευταίου για περισσότερο έλεγχο της μοναστικής πολιτείας πέρασαν διάφορες φάσεις στην πορεία της εκκλησιαστικής ιστορίας και έγιναν αιτία να διατυπωθούν σχετικοί ιεροί κανόνες από Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους.

Ο δ’ κανών της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, για παράδειγμα προβλέπει τα εξής: «ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν μηδὲ συνιστᾶν μοναστήριον ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου. Τοὺς δὲ καθ’ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες. Μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν ἢ ἐπικοινωνεῖν καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου. Μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τὸ μονάσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου. Τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μέν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων».
Η σύσταση δηλαδή και η λειτουργία μίας Μονής γίνονται πάντοτε με την ευθύνη, την άδεια και την άμεση εποπτεία του οικείου επισκόπου.

Ο η’ κανών της ιδίας Συνόδου προχωράει ακόμη περισσότερο και είναι πιο αυστηρός: «Οἱ κληρικοὶ τῶν πτωχείων καὶ μοναστηρίων καὶ μαρτυρίων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἐπισκόπων, κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν. Καὶ μὴ κατὰ αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου. Οἱ δὲ τολμῶντες ἀνατρέπειν τὴν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, καὶ μὴ ὑποταττόμενοι τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, εἰ μὲν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις. Εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι».
Δεν θεσπίζει απλά την άμεση υπακοή των κληρικών των μονών στον επίσκοπο της πόλεως, αλλά παραπέμπει σε «ἁγίων Πατέρων παράδοσιν», εννοών ότι δεν θεσπίζει κάτι καινούργιο, αλλά κωδικοποιεί πατερική παράδοση αιώνων.

Παρόμοιες ρυθμίσεις προβλέπουν και οι κανόνες λδ’ της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου και α’ της εν Κων/πόλει Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Πέραν όμως της ιεροκανονικής απόψεως, η δομή και η συγκρότηση της εκκλησίας είναι τέτοια, ώστε να εξασφαλίζεται η αρμονία της λειτουργίας του Σώματος του Χριστού, διά της μετοχής εις το κατ’ εξοχήν Ιερό Μυστήριο, αυτό της Θείας Ευχαριστίας, ώστε πάντα τα μέλη να έχουν την ιδία κεφαλή και να τρέφονται και να ζωογονούνται από το ίδιο Τίμιο Αίμα. Με την έννοια αυτή, στην ορθόδοξη εκκλησιολογία η Θεία Ευχαριστία είναι η υψίστη έκφραση της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Ο «προεστώς» της ευχαριστιακής συνάξεως, ως «κατέχων τὸν Θρόνον τοῦ Θεοῦ» στο ιερό Θυσιαστήριο, ανεδείχθη στη συνείδηση της Εκκλησίας ως καθήμενος εις «τόπον Θεοῦ», όπως έχει αποδείξει με τη διδακτορική του διατριβή ο επιφανής Ιεράρχης του Θρόνου και κορυφαίος θεολόγος της Ορθοδοξίας Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Και καταλήγει: «Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ καθίσταται αὐτομάτως καὶ ἑνότης ἐν τῷ ἐπισκόπῳ».

Οι πρεσβύτεροι στην Εκκλησία του Χριστού, ως λαμβάνοντες την χειροτονία και την χάρη του Παναγίου Πνεύματος εκ των χειρών του Επισκόπου, ουσιαστικώς ενεργούν κάθε αγιαστική πράξη εξ ονόματος του Επισκόπου και κατ’ εξουσιοδότησή του. Επομένως, ο πρεσβύτερος δεν ασκεί αυτεξούσια καθήκοντα που πηγάζουν εκ του ιερατικού του βαθμού, αλλά ενεργεί τα πάντα κατά παραχώρηση και τη αδεία του επισκόπου του, ο σύνδεσμος και η αναφορά προς τον οποίο εκφράζεται και διά της μνημονεύσεως του κανονικού ονόματός του σε κάθε ιεροπραξία και μυστήριο.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να θίξω και μία άλλη θεολογική αρχή, η οποία έχει, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, άμεση σχέση με το θέμα μας. Η άσκηση της διοικητικής εξουσίας στον εκκλησιαστικό χώρο δεν είναι αποκεκομμένη από την μυστηριακή κοινωνία και την εν προσευχή ενότητα. Τόσον ο Επίσκοπος όσον και τα εξ ονόματος αυτού ασκούντα την εκκλησιαστική διοίκηση όργανα, το πράττουν εν ονόματι του ενός εκ των τριών αξιωμάτων του Κυρίου, δηλαδή εν ονόματι του Βασιλικού αξιώματος. Το αξίωμα όμως αυτό δεν είναι αποκεκομμένο από τα άλλα δύο, δηλαδή το Προφητικό και το Αρχιερατικό. Εν τη πράξει αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει κάποιος στη διοίκηση της Εκκλησίας, όταν δεν έχει λειτουργική κοινωνία με το υπόλοιπο σώμα της ή και αρνείται την απλήν ακόμη συμμετοχή στην προσευχή.

Έχοντας υπενθυμίσει τις ως άνω θεολογικές αρχές, οι οποίες διέπουν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, επιτρέψτε μου να προσεγγίσω με βάση αυτές τα κύρια ιστορικά γεγονότα, τα οποία σηματοδότησαν την εξέλιξη της υποθέσεως της Μονής Εσφιγμένου μέχρι σήμερα. Δεν θα αναφέρω με λεπτομέρεια τα γεγονότα, διότι δεν είναι αυτός ο σκοπός της ομιλίας μου. Θα προσπαθήσω απλώς να επισημάνω όσα από αυτά έχουν βαθύτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες.

Η διακοπή του κανονικού μνημοσύνου του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου λόγω της προσεγγίσεως, τότε, με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, προηγήθηκε κατά πολύ του εσφιγμενιτικού προβλήματος και παρατηρήθηκε στο Άγιον Όρος ήδη από τη δεκαετία του ’60. Το φαινόμενο δεν εξώθησε την Εκκλησία στη λήψη κανονικών μέτρων, διότι: α) δεν εμνημονεύετο άλλο από του Οικουμενικού Πατριάρχου όνομα, β) δεν παρετηρήθη αποκοπή και απόσχιση των «ζηλωτών» ούτε από το εκκλησιαστικό σώμα, ούτε από την ενιαία αγιορειτική διοίκηση, και γ) η Εκκλησία εθεώρησε ως ένα βαθμό αναμενομένη και λογική την ύπαρξη αντιδράσεων σε ένα θέμα, το οποίο αποτελούσε ταμπού, τροφοδοτηθέν από χίλια έτη σχίσματος και μισαλλοδοξίας μεταξύ ανατολής και δύσεως.

Ειδικώτερα η Μονή Εσφιγμένου εστράφη κάποια στιγμή εναντίον αυτής ταύτης της Ιεράς Κοινότητος, διότι εξακολουθούσε να διατηρεί επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αντίδραση αυτή κορυφώθηκε το 1972 με την άρνηση του αντιπροσώπου της Μοναχού Χαρίτωνος να προσευχηθεί με τους λοιπούς αντιπροσώπους των Μονών στην εναρκτήρια προσευχή των συνεδριάσεων της Ιεράς Κοινότητος, και αυτό για να μη θεωρηθεί ότι συμπροσεύχεται με όσους διατηρούν κοινωνία με το Πατριαρχείο, το οποίο κάνει διάλογο με τη Ρώμη. Η Ιερά Κοινότης αποπέμπει τον μοναχό Χαρίτωνα, ως πρώτο μέτρο, και εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι η Μονή Εσφιγμένου απεδέχθη «ως εκκλησιαστικήν κεφαλήν τον αυτοκαλούμενον ‘Αρχιεπίσκοπον Αυξέντιον’».

Ακολουθεί σύγκρουση με τη Μονή Εσφιγμένου και ανταλλαγή αλληλογραφίας, κατά την οποία ομολογείται εμμέσως ότι κατά τη μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχου μνημονεύεται νοερώς άλλος, μη ονομαζόμενος, «ορθόδοξος Επίσκοπος».

Η Μήτηρ Εκκλησία επιλαμβάνεται του θέματος δι’ αποστολής επανειλημμένως τόσο Πατριαρχικών Γραμμάτων όσο και Εξαρχιών, των οποίων η απαρίθμηση παρέλκει, άνευ δυστυχώς αποτελέσματος, λόγω της ανυποχωρήτου στάσεως των υπευθύνων της Μονής. Χαρακτηριστική του πνεύματός των είναι η απάντηση που στέλνουν τηλεγραφικώς το έτος 1979 στην Ιερά Κοινότητα ότι «ευθύνας αιτούμεν, ουκ οφείλομεν» ! Παρά ταύτα, δύο Πατριάρχαι, ο αείμνηστος Πατριάρχης Δημήτριος και ο νυν ευκλεώς Πατριαρχεύων Αυθέντης και Δεσπότης ημών Παναγιώτατος κ. κ. Βαρθολομαίος απηύθυναν εκκλήσεις, οι οποίες ατυχώς περιεφρονήθησαν. Το 1992 μάλιστα ο Ευθύμιος αντέστρεψε την Πατριαρχική προτροπή και ζήτησε με απαντητικό γράμμα του από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να επανέλθει στην κανονικότητα και στην Ορθοδοξία !

Όσο περνούν τα χρόνια η Μονή γεμίζει με εξω-αγιορείτες μοναχούς, ξένους προς τη Μονή, προερχομένους από τους σχισματικούς παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι θεωρούν το γεγονός ευκαιρία και το εκμεταλλεύονται για αποκτήσουν οχύρωμα στο Άγιον Όρος. Οι εκάστοτε υπό της Μητρός Εκκλησίας και της Ιεράς Κοινότητος επιβαλλόμενες ποινές στους πρωταιτίους είτε καθαιρέσεως, είτε διαγραφής από τα μοναχολόγια και αποσχηματισμού, είτε απελάσεως, αντιμετωπίζονται από αυτούς με περιφρόνηση και αδιαφορία. Οι ποινές επιβάλλονται με το αιτιολογικό ότι «ἕνας ἕκαστος ἐξ αὐτῶν μὴ δεχόμενος τὴν ὑπαγωγὴν αὐτοῦ εἰς τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀρνεῖται τὸ μνημόσυνον τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀποσχίσας οὕτως ἑαυτὸν τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (ΕΔΙΣ ΜΒ’/6.10.1979).

Για να αποφύγουν την απέλασή τους από το Άγιον Όρος βάσει του άρθρου 5 του ΚΧΑΟ ως σχισματικοί και ως μνημονεύοντες άλλο εκτός του Οικουμενικού Πατριάρχου όνομα, ισχυρίζονται και διαδίδουν σε κάθε ευκαιρία ότι ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι σέβονται τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι η διαφορά τους είναι «πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ Πατριάρχου καὶ οὐχὶ πρὸς τὸν θεσμόν». Τώρα, πως ο ισχυρισμός των αυτός συνάδει με την δήλωσιν ότι «μνημονεύομεν πάντα ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, πνευματικὴν δὲ ἐπικοινωνίαν ἔχομεν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Αὐξεντίου ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἐξαρτήσεως ἀπ’ αὐτοῦ», μόνο εκείνοι γνωρίζουν, διότι καταφανώς είναι δόλιος και μετέωρος θεολογικώς. Τα πραγματικά τους φρονήματα προδίδονται σε γράμμα των καταληψιών της Μονής προς την εφημερίδα «Καθημερινή» της 13ης Απριλίου 1997, όπου δηλώνουν απερίφραστα ότι «οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν δύναται νὰ διανοηθῇ» τον ισχυρισμό ότι «τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον τὸ σεβόμαστε ὅλοι καὶ τοῦ ἀναγνωρίζουμε τὴν πνευματικὴ ἁρμοδιότητα ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους».

Είναι αποδεδειγμένο ότι «λειτουργούν» επί αντιμηνσίου, το οποίο υπογράφει κάποιος Χρυσόστομος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του Αρχιεπίσκοπο. Επίσης αποδεδειγμένο είναι ότι τις «χειροτονίες» τις λαμβάνουν από την σχισματική μερίδα του Αυξεντίου, αποδεικνύοντας την πνευματική τους εξάρτηση από τους αντικανονικούς. Έχουν πλήρως ταυτισθεί με του φερομένους ως Αρχιερείς «Θεσσαλονίκης καὶ Δημητριάδος» Μάξιμο (βλ. ἐκδήλωση στὸ Ξενοδοχεῖο Καψῆς Θεσσαλονίκης 29 Ἀπριλίου 2007) και «Ἀττικῆς καὶ Διαυλείας» Ἀκάκιο (βλ. Ἐφημερίδα «Ἀττικὸς Κήρυκας» 25ης Αὐγούστου 2006) ως και άλλους, τους οποίους παραλείπω «διά πλήθος ονομάτων».

Πολλήν έκαμε υπομονή τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μήτηρ Εκκλησία, όσο και η Ιερά Κοινότης, ως εν Χριστώ αδελφότης μεριμνώσα για τη σωτηρία και την ανάνιψή τους εκ της πλάνης. Ήδη από το έτος 1972 εκφράζεται η πίεση της Ιεράς Κοινότητος για λήψη μέτρων, όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση της ΕΔΙΣ: «... ἐξαντληθέντος παντὸς ὁρίου ἀγάπης καὶ μακροθυμίας καὶ πιεζομένη ὑπὸ τοῦ δικαίου τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τοῦ πνεύματος τῆς δικαιοσύνης, ἡ Ἐπιτροπὴ ὁμοφώνως καὶ ἐν βαθυτάτῃ θλίψει ἀπεφάσισε καὶ εἰσηγεῖται ἓν καὶ μόνον μέτρον: τὴν σταθεράν, ἀμετάκλητον καὶ ὑποχρεωτικὴν λῆψιν ὅλων τῶν ὑπὸ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τοῦ καταστατικοῦ χάρτου καὶ τῆς ἐν γένει νομιμότητος προβλεπομένων καὶ ἐπιτασσομένων μέτρων ἐπὶ τῆς οὑτωσὶ ἐξελιχθείσης καὶ παγιωθείσης καταστάσεως ἀνυπακοῆς, ἀνευλαβείας ἔναντι τῆς πολλαχῶς ἐκδηλωθείσης στοργῆς, ἀγάπης, ὑπομονῆς καὶ ἀνοχῆς, οὐχὶ μόνον τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνταρσίας, ἀναρχίας καὶ ἀντικανονικότητος. Ἡ ὡς ἄνω ἀπόφασις ἐγένετο ὁμοθυμαδὸν δεκτὴ ὑπὸ τῆς ὁλομελείας τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως».

Και όμως, η Εκκλησία και πάλιν εμακροθύμησε, και δη για τριάντα ακόμη χρόνια, αναμένουσα υπομονετικώς την επιστροφή τους.

Την 14η Δεκεμβρίου 2002 με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ανεκήρυξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ονομαστικά ως σχισματικούς τους εγκαταβιούντες αντικανονικώς στην Ι. Μονή Εσφιγμένου, καθαιρώντας τους κληρικούς και επιβάλλοντας ακοινωνησία στους μοναχούς. Η Ιερά Κοινότης «μετὰ πλείστης ἀνακουφήσεως καὶ ἐν ὁλοθύμῳ ἀποδοχῇ» παραλαμβάνει την ως άνω Πράξη.

Τα γεγονότα, πλέον εκτυλίσσονται ομαλά με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα νέα, κανονική και νόμιμη αδελφότητα της Μονής Εσφιγμένου με Ηγούμενο τον σεβαστό Γέροντα Χρυσόστομο.

Κατακλείων συμπερασματικώς την ομιλία μου αυτή, επιτρέψτε μου να απαριθμήσω τα κανονικά παραπτώματα των καταληψιών, τα οποία τους οδήγησαν στην αδιέξοδη αυτή σήμερα κατάσταση:

α) απέστησαν από τον βασικό σκοπό του μοναχικού βίου, ήτοι την αφιέρωση στην ησυχία και την μετάνοια, στην άσκηση και την καλλιέργεια της προσευχής μακράν του κόσμου και των εν τω κόσμω, υποκύψαντες εις τον εκ δεξιών πειρασμόν ότι έφθασαν εις τοιούτον ύψος αρετής, ώστε να είναι άξιοι να κρίνουν το ορθόδοξον η μη του φρονήματος ουχί μόνον του οικείου αυτών επισκόπου, αλλά συμπάσης της Ορθοδόξου ανά τον κόσμον Ιεραρχίας.

β) Αφού απεφάνθησαν ότι μόνον εκείνοι είναι ορθόδοξοι και ουδείς έτερος, απέκοψαν εαυτούς εκ της αδελφικής συμπροσευχής των άλλων αγιορειτών πατέρων, απομονωθέντες, κατά συνέπειαν, ως εικός, και εκ της διοικητικής ευθύνης του ιερού τόπου.

γ) Χαρακτηρίσαντες αιρετικούς και τον Οικουμενικό Πατριάρχη και πάντας τους Πατριάρχας και αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών μετά των Ιεραρχών αυτών, έπαυσαν να μνημονεύουν του κανονικού ονόματος του οικείου αυτών επισκόπου, του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα να αποκοπούν από το σώμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ως γνωστόν, στην Εκκλησία δεν υπάρχει ούτε «ενδιάμεσος χώρος» ούτε «γκρίζες ζώνες». Όποιος δεν είναι εντός της Εκκλησίας, σημαίνει ότι είναι εκτός αυτής, με όσα σωτηριολογικώς συνεπάγεται αυτό.

δ) Δεν αρκέσθησαν στην ιδία πλάνη, αλλά εξήσκησαν καθ’ όλα αυτά τα χρόνια συστηματική προσπάθεια να παρασύρουν στην εκτός της Εκκλησίας πνευματική απώλεια και άλλους πιστούς και κληρικούς, διαδίδοντες με κάθε τρόπο τις δοξασίες τους και ασκώντας προσηλυτισμό, εκμεταλλευόμενοι δε και τις ψηφοθηρικές επιθυμίες πολιτικών παραγόντων.

ε) Υπήχθησαν σε αντικανονικούς και σχισματικούς δήθεν Αρχιερείς, μνημονεύοντες των κανονικών ονομάτων αυτών, συλλειτουργούντες με αυτούς και δεχόμενοι «χειροτονίες» από αυτούς. Υπενθυμίζω εδώ ότι αυτό το έκαναν οι κατά τα άλλα ζηλωτές, οι οποίοι κατηγορούσαν τους αδελφούς τους αγιορείτας, διότι διετήρουν επικοινωνία με όσους είχαν διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Είναι, αλήθεια, ο διάλογος με μη ορθοδόξους μεγαλυτέρα αμαρτία από την υπαγωγή εις σχισματικούς αντικανονικούς και αυτοχειροτονήτους δήθεν Ιεράρχες;

στ) Εσφετερίσθησαν την ιδιότητα του εσφιμενίτου μοναχού, αντιποιούμενοι και την ιδιότητα του αγιορείτου, ενώ στην πραγματικότητα παρεβίαζαν όλες τις αρχές, οι οποίες διέπουν και τις δύο ιδιότητες. Η Μονή Εσφιγμένου είναι Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή. Έτσι την ίδρυσαν και έτσι την διατήρησαν οι ανά τους αιώνες πατέρες, μηδέποτε διανοηθέντες να καταλύσουν εν τη πράξει τις συστατικές και ιδρυτικές αυτές ιδιότητες της Μονής της μετανοίας των. Οι νυν κάτοικοι της Μονής, απεδείχθη και εκ της ιστορικής ερεύνης ότι είναι έποικοι, παρανόμως, αντικανονικώς και δολίως εγκατασταθέντες, εκμεταλλευόμενοι την κατά το έτος 1972 ένταση στις σχέσεις αυτής μετά της Ιεράς Κοινότητος. Ομοιάζουν με όσους χαρακτηρίζει ο Κύριος ως κλέπτας της ποίμνης, λυμαινομένους αυτήν και μη εισερχομένους διά της θύρας, αλλά νύκτωρ, εν κρυπτώ και παραβύστω. Κατά ταύτα, δεν δικαιούνται να παραμένουν στη Μονή Εσφιγμένου και ως καταληψίαι οφείλουν να την αποδώσουν στους κανονικούς συνεχιστάς της παραδόσεως και του πνεύματος των ιδρυτών και των προπατόρων αυτής, μηδέποτε αποκοπέντων εκ της ποίμνης της Πρωτοθρόνου Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.

Αδελφοί και πατέρες, Δεν είναι πρώτη φορά που η Εκκλησία αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις.
Είναι τόσο επίκαιρος και ταιριαστός ο ιγ’ Κανών της εν Κων/πόλει Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), ώστε δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να τον διαβάσω όπως είναι: «Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλὼν καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προρρίζους, ἐφ’ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν. Ἀλλὰ καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἡ ἁγία σύνοδος ἀναστέλλουσα παντελῶς, ὥρισε τοῦ λοιποῦ, ἵνα εἴτις πρεσβύτερος ἢ διάκονος ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ’ αὐτῷ τελείας κατακρίσεως, ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ κοινωνίας, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τῶν λειτουργιῶν εὐχαῖς κατὰ τὸ παραδεδομένον τῇ ἐκκλησίᾳ μὴ ἀναφέροι, τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς. Ὁ γὰρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καὶ τῶν μητροπολιτῶν ἁρπάζων τὴν κρίσιν, καὶ πρὸ κρίσεως αὐτὸς κατακρίνων, ὅσον τῷ ἐπ’ αὐτῷ, τὸν οἰκεῖον πατέρα καὶ ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδὲ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου ἐστὶν ἄξιος τιμῆς ἢ ὀνομασίας. Οἱ δὲ τούτῳ συνεπόμενοι, εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων εἶέν τινες, καὶ αὐτοὶ τῆς οἰκείας τιμῆς ἐκπιπτέτωσαν. Εἰ δὲ μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, ἀφοριζέσθωσαν παντελῶς τῆς ἐκκλησίας, μέχρις ἂν τὴν πρὸς τοὺς σχισματικοὺς συνάφειαν διαπτύσαντες, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἐπιστραφεῖεν.»

Η Εκκλησία έδωσε τη λύση. Η Μονή Εσφιγμένου έχει την αδελφότητά της. Διάλογος πλέον με τους κατέχοντες το κτιριακό συγκρότημα της Μονής δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με προοπτική είτε την εν μετανοία ένταξή τους στην κανονικότητα και στην υπό τον Ηγούμενο αδελφότητα, είτε τον τρόπο και το χρονοδιάγραμμα της οριστικής αποχωρήσεώς τους από τον Ιερό τόπο. Γένοιτο !