16.4.10

Η Μονή Εσφιγμένου - Ομιλία του Φαίδωνα Χατζηαντωνίου

Η Μονή Εσφιγμένου
του Φαίδωνα Χατζηαντωνίου
Αρχιτέκτονα-Αναστηλωτή

Ομιλία στην ημερίδα για την Μονή Εσφιγμένου, Θεσσαλονίκη, 16 Απριλίου 2010

Ιστορικά

Πρώτο παραθαλάσσιο μοναστήρι που συναντούμε από την Ιερισσό παραπλέοντας την ανατολική ακτή της χερσονήσου, η Μονή Εσφιγμένου, δέκατη όγδοη στην ιεραρχία των Μονών του Αγίου Όρους, είναι χτισμένη στην αμμουδιά που έχει δημιουργηθεί από τα φερτά υλικά στις εκβολές ενός ξεροπόταμου ο οποίος κατεβαίνει από τα ήπια κατάφυτα υψώματα που απλώνονται προς τα νότια.

Η τοπική παράδοση θέλει την Μονή Εσφιγμένου ιδρυμένη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία (450-453). Βασιζόμενος στο γεγονός ότι μέσα στα ερείπια του παλαιού καθολικού βρέθηκαν κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού παρόμοια με εκείνα της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενος της Μονής, δέχεται την παράδοση (Σμυρνάκης, Το Άγιον Όρος, σ. 20), αναφέροντας μάλιστα το 445 ως χρονολογία ίδρυσης. Δεν υπάρχει επιστημονική βάση στην υπόθεση αυτή, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις η έρευνα έρχεται να επαληθεύσει τις τοπικές παραδόσεις που ανάγουν την ίδρυση των μοναστηριών αυτών (Βατοπέδι, Ιβήρων, Παντοκράτορος) σε εποχές παλαιότερες από τις μέχρι σήμερα επιστημονικά αποδεκτές.


Στα παλαιότερα έγγραφα του 10ου και του 11ου αιώνα (το αρχαιότερο χρονολογείται στο 998) που μνημονεύουν το μοναστήρι, η ονομασία «του Εσφαγμένου» ίσως διατηρεί την ακατάγραφη μνήμη της άγριας σφαγής κάποιου μοναχού, ή υπονοεί την θυσία του Θεανθρώπου. Ο τύπος «του Εσφιγμένου», που κυριάρχησε μέχρι των ημερών μας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο 2ο Τυπικό του Κωνσταντίνου Θ ́ Μονομάχου (1046), στο οποίο η Μονή Εσφιγμένου κατέχει την πέμπτη θέση στην αγιορείτικη ιεραρχία. Δύο πιθανές εκδοχές για την προέλευση αυτής της ονομασίας αναφέρουν ο Σμυρνάκης (σ. 635) και ο Petit (σ. ΙΙΙ). Η πρώτη δικαιολογεί την ονομασία από την θέση της Μονής που την περισφίγγουν οι γύρω λόφοι. Η δεύτερη αποτελεί μία παράδοση προσφιλή στους Αγιορείτες, που αναφέρεται στον ιδρυτή, ο οποίος απέκτησε το παρατσούκλι Εσφιγμένος επειδή ήταν ζωσμένος με ένα σκοινί στο ισχίο.

Η γενναιοδωρία ισχυρών προστατών όπως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε ́ Παλαιολόγος (1341-1391), ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Θ ́ Δουσάν (1331-1355), ο Σέρβος ηγεμόνας Γεώργιος Μπράνκοβιτς (1427-1456), η Σερβίδα κράλισσα Αγγελίνα Τορνόγιεβιτς-Μπράνκοβιτς (1497-1499) συνέβαλαν στην μεγάλη ακμή που γνώρισε η Μονή Εσφιγμένου από τον 13ο ως τις αρχές του 16ου αιώνα. Η καταστροφή που υπέστη, όμως, από τους Τούρκους το 1533 ήταν η χαριστική βολή σε μία σειρά από καταστροφές (πειρατική επιδρομή στα μέσα του 15ου αιώνα, πυρκαγιά του 1491) που είχαν προηγηθεί. Το μοναστήρι σχεδόν ερημώθηκε και η περιουσία του ή πουλήθηκε ή καταπατήθηκε από γειτονικά μοναστήρια. Αυτή η ατυχής περίοδος κράτησε ως τα μέσα του 17ου αιώνα, οπότε ανέκαμψε χάρη σε δωρεές πιστών από την Ρωσία και τις παραδουνάβιες χώρες, αναγκάστηκε, ωστόσο, το 1746 να πουλήσει στην Μονή Ζωγράφου και τον αρσανά της Γιοβάνιτσας (ο οποίος σήμερα ανήκει στη Μονή Χιλανδαρίου).

Το 1821 η Μονή Εσφιγμένου τιμωρήθηκε σκληρά από τον οθωμανικό στρατό, αφού εδώ ύψωσε την σημαία της Επανάστασης ο Εμμανουήλ Παπάς. Κατά τα μέσα, όμως, του 19ου αιώνα, παρατηρήθηκε ένας οικοδομικός οργασμός στη Μονή, όπως παρατηρεί κανείς στα κτίρια της περιόδου 1851-1858.

Τελευταίο επεισόδιο στην χιλιόχρονη ιστορία της Μονής Εσφιγμένου είναι το γνωστό πρόβλημα στις σχέσεις της Μονής με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πρόβλημα που ανέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μη αποδεχόμενη την άρση του αναθέματος που αμοιβαία προσυπέγραψαν το 1964 στην Κωνσταντινούπολη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α ́ και ο Πάπας της Ρώμης Παύλος Στ ́, η Μονή Εσφιγμένου έκτοτε δεν αναγνωρίζει και δεν μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, απέχει από τις συνεδριάσεις της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού από τα υπόλοιπα μοναστήρια και αφορούν σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε το 2003 την συνοδεία της Μονής «αμετανόητα σχισματική», η δε Ιερά Κοινότητα κατήγγειλε τους ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες μοναχούς της Μονής ως παράνομους καταληψίες και όρισε (2005) νόμιμη συνοδεία, η οποία έχει προσωρινή έδρα στις Καρυές και συμμετέχει κανονικά στις εργασίες των κοινών οργάνων της Αθωνικής Πολιτείας.

Περιγραφή της Μονής

Είσοδος

Στο μέσον της νότιας πτέρυγας, κάτω από τον πύργο του καμπαναριού, βρίσκεται το προστώο της κεντρικής εισόδου της Μονής. Το προστώο κοσμείται με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 1861 και παρουσιάζουν με ένα ύφος δυτικότροπο την Ανάληψη και επεισόδια και μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Δεξιά, στον τοίχο του πορταρικίου, η σκηνή ενός κοσμικού ζευγαριού που δέχεται ελεημοσύνη από τον πορτάρη αποτελεί την μοναδική γνωστή νατουραλιστική απόδοση γυναικείας κοσμικής μορφής με αστική περιβολή στην εντοίχια ζωγραφική του Αγίου Όρους.

Τα κτίρια της αυλής

Από το προστώο μέσω του θολωτού διαβατικού με το ωραίο βοτσαλωτό δάπεδο περνάμε στην ευχάριστη πλακόστρωτη αυλή με τις κληματαριές και τα οπωροφόρα δέντρα. Μπροστά μας βλέπουμε τη νότια πλευρά του κυρίως ναού του καθολικού και τη φιάλη, που μαζί με το κτίριο της τράπεζας, είναι τα μοναδικά ελεύθερα κτίσματα της αυλής. Το καθολικό και η τράπεζα βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της Μονής, το οποίο είναι και το παλαιότερο, ενώ το ανατολικό τμήμα αποτελεί επέκταση των μέσων του 19ου αιώνα.

Αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου, το καθολικό, έργο του Τήνιου αρχιτέκτονα Παύλου, ο οποίος είχε κατασκευάσει και το καθολικό της Μονής Αγίου Παύλου, είναι ένα οικοδομικό συγκρότημα αποτελούμενο από τον κυρίως ναό, την λιτή, τον προνάρθηκα (ο οποίος την περιβάλλει από τρεις πλευρές), τον τοξωτό εξωνάρθηκα (που εκτείνεται καθ’ όλο το πλάτος της δυτικής πλευράς) και δύο παρεκκλήσια, των Αγίων Αρχαγγέλων (βόρειο) και των Εισοδίων της Θεοτόκου (νότιο). Το καθολικό κατασκευάστηκε σε αντικατάσταση του αρχαίου καθολικού, το οποίο, κατά τον Μπάρσκι και τον Σμυρνάκη, είχε δάπεδο στρωμένο «διά μουσαϊκών ποικιλοχρώμων ψηφοθετημάτων» (opus sectile), στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ναό του 10ου ή 11ου αιώνα. Γνωρίζουμε ακόμη ότι το παλαιό καθολικό ήταν μικρότερο από το σημερινό και είχε διπλό νάρθηκα και εξωνάρθηκα με περιστύλιο, ενώ το καμπαναριό ήταν ενσωματωμένο στο δυτικό τμήμα του.

Το νέο καθολικό είναι ναός εγγεγραμμένος με τρούλο, τρίκογχος, έχει δηλαδή εκτός από την κόγχη του Ιερού Βήματος, άλλες δύο κόγχες, τα χοροστάσια (χοροί), που ανοίγονται στη βόρεια και τη νότια πλευρά του κυρίως ναού, ακολουθώντας το πρότυπο του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας. Αντιθέτως, το παλαιό καθολικό, κατά τον χαρακτηρισμό του Ιωάννη Κομνηνού, ο οποίος το είδε το 1698, ήταν «δρομικό» (δηλαδή δεν ήταν ναός αθωνικού τύπου, αφού δεν είχε τις πλάγιες κόγχες των χορών). Οι εργασίες ανέγερσης του νέου καθολικού άρχισαν στις 11 Μαΐου 1808 επί ηγουμενίας Θεοδωρήτου (κατά τον Παύλο Μυλωνά το 1806) και εγκαινιάστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε ́ τον Ιούλιο 1811. Σ’ αυτή την πρώτη οικοδομική φάση ανήκει ο κυρίως ναός και η λιτή, που παρουσιάζουν την ιδιομορφία ότι χωρίζονται με κίονες και όχι με τοίχο όπως γίνεται συνήθως.

Ο κυρίως ναός κοσμείται με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 1818 (οι τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος έγιναν το 1811) και είναι έργο της συνοδείας των Γαλατσιάνων ζωγράφων, του ιερομονάχου Μακαρίου και των ανεψιών του ιερομονάχων Βενιαμίν και Ζαχαρία. Έργα τριών γενεών αυτής της οικογένειας ζωγράφων από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής υπάρχουν σε πολλά αγιορείτικα μοναστήρια και κελλιά (καθολικό της Μονής Χιλανδαρίου, παρεκκλήσια της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Τιμίου Προδρόμου στην Μονή Παντοκράτορος, καλύβη Νταούτη στην Καψάλα, τράπεζα και παρεκκλήσια Αγίου Νικολάου και Αγίου Δημητρίου στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, στο γνωστό ως κελλί των Γαλατσιάνων στις Καρυές, που ήταν και η κατοικία τους, κ.α).

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το ωραιότατο ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο (1813) με την αρμονική εναλλαγή κοίλων και κυρτών κυματισμών, που θυμίζει το τέμπλο του καθολικού της Μονής Κουτλουμουσίου (το οποίο χρονολογείται επίσης στις αρχές του 19ου αιώνα). Στη ζώνη κάτω από τη σειρά των δεσποτικών εικόνων αναπτύσσονται ξυλόγλυπτες σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Σμυρνάκης αναφέρει ότι ο ξυλογλύπτης του τέμπλου είναι ο ίδιος που φιλοτέχνησε και εκείνο του καθολικού της Μονής Ζωγράφου (Σμυρνάκης: 643). Η κάλυψη με φύλλα μολύβδου του καθολικού έγινε από τον Μελενίκου Γρηγόριο τον Ξηροποταμηνό (1830-1837), ο οποίος έχτισε και το κονάκι της Μονής στις Καρυές, το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Το συγκρότημα του καθολικού ολοκληρώθηκε το 1854-55, όταν έγινε η προσθήκη του προνάρθηκα, του εξωνάρθηκα και των δύο παρεκκλησίων, έργο για την ολοκλήρωση του οποίου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Στ ́ ο Κουταλιανός, ως παλαιός Εσφιγμενίτης που ήταν, έδειξε ιδιαίτερο ζήλο.

Ο προνάρθηκας και η λιτή κοσμούνται με τοιχογραφίες του 1840 και 1841 αντιστοίχως, έργο του Καρπενησιώτη μοναχού Ιωάσαφ και της συνοδείας του, την οποία αποτελούσαν ο κατά σάρκαν αδελφός του μοναχός Νικηφόρος (ο Β ́) και οι μοναχοί Γεράσιμος και Άνθιμος. Έργα τους συναντούμε και σε άλλα μοναστήρια του Αγίου Όρους, όπως στο λαδαριό της Μονής Παντοκράτορος (Ιωάσαφ) και στο πρόπυλο της ίδιας Μονής (Νικηφόρος Β ́). Οι Καρπενησιώτες, που ήταν κατά την περίοδο από τα τέλη του 18ου ως τα τέλη του 19ου αιώνα, μαζί με τους Γαλατσιάνους, μία από τις δύο διασημότερες συνοδείες ζωγράφων στο Άγιον Όρος, ζούσαν στο καρακαλλινό κελλί των Αγίων Πάντων στις Καρυές. Εκεί τους γνώρισε, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στις Καρυές, το 1858, ο Ρώσος προσκυνητής Πορφύριος Ουσπένσκι, ο οποίος δίνει μια σημαντική μαρτυρία για την καθημερινή τους ζωή και την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν για την τέχνη τους οι συγκαιρινοί τους Αγιορείτες. Και ήταν πράγματι καλοπληρωμένοι οι ζωγράφοι αυτοί, αν κρίνουμε από τα ποσά, πάνω από 2.000 γρόσια, που έχουμε εντοπίσει στον κώδικα ληψοδοσίας της Μονής Παντοκράτορος ως αμοιβές του Ιωάσαφ για την ιστόρηση του θαύματος της Παναγίας Γερόντισσας στο λαδαριό της Μονής, στο ισόγειο της βόρειας πτέρυγας, έργο περιορισμένης έκτασης, από το οποίο σώζεται ένα μικρό τμήμα (1838-1845).

Η τράπεζα

Δυτικά του καθολικού, συναπτόμενο στη στενή δυτική πτέρυγα είναι το ισόγειο κτίριο της τράπεζας, το οποίο εμβολίζει την αυλή στον άξονα ανατολής-δύσης. Μία κρυπτογραφική επιγραφή αναφέρει ότι το κτίριο ανακαινίστηκε «διά συνδρομής και δαπάνης του ηγουμενεύοντος κυρίου κυρ Ευθυμίου ιερομονάχου εκ Κυδωνιών». Τμήματα τοιχογραφιών σώζονται στην πρόσοψη της τράπεζας.

Εσωτερικά η τράπεζα είναι κατάγραφη με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 1810, οι οποίες όμως την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 κακόπαθαν κατά την παρατεταμένη κατάληψη της Μονής, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες «παρεσκεύαζον εντός αυτής τα εδέσματα αυτών και τους οβελίας αμνούς» (Σμυρνάκης: 647). Μέχρι σήμερα οι τοιχογραφίες βρίσκονται σε κακή κατάσταση.

Οι πτέρυγες

Όπως είπαμε προηγουμένως, το παλαιότερο τμήμα του περιβόλου είναι το δυτικό, ενώ το ανατολικό αποτελεί επέκταση του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Στο σχέδιο του Μπάρσκι (1744), αλλά και σε ρωσικά χαρακτικά των μέσων του 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι από την ανατολική πλευρά ο περίβολος της Μονής κλείνει με έναν οχυρωματικό τοίχο με επάλξεις. Το μεγάλης κλίμακας οικοδομικό πρόγραμμα της επέκτασης προς ανατολάς με την ανοικοδόμηση νέων κτιρίων, αλλά και με την ανακαίνιση των παλαιών, ξεκίνησε το 1851 και φαίνεται πως εντός μιας επταετίας είχε ολοκληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του Παύλου Μυλωνά, ότι «η μεγάλη επέκταση προς ανατολάς [...] με βαθιά “απότμηση” του λόφου της Ζωοδόχου Πηγής, αποτελεί την πρώτη και πιο εκτεταμένη εκδήλωση, στο Άγιον Όρος, της “μοντέρνας” αντίληψης επεμβάσεως στο φυσικό περιβάλλον για πρακτικούς σκοπούς» (Άτλας, Τεύχος Πρώτο: 174).

Κατά την προς ανατολάς επέκταση το οικοδομικό συγκρότημα απέκτησε τη σημερινή του φυσιογνωμία σύμφωνα με τις αισθητικές επιταγές του ευρωπαϊκού ακαδημαϊσμού, ρεύματος εξαιρετικά δημοφιλούς την εποχή εκείνη και στο Άγιον Όρος. Ρεύματος δημοφιλούς, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο με την απαξίωση την ίδια εποχή του άλλου μεγάλου ρεύματος της επιστροφής στις ρίζες, το οποίο εκπροσωπείται σήμερα στη Μονή από τις τοιχογραφίες των Γαλατσιάνων και των Καρπενησιωτών ζωγράφων. Ως προς το ρεύμα αυτό, είναι χαρακτηριστική η έκφραση απαρέσκειας ενός διανοούμενου του μεγέθους του Γεράσιμου Σμυρνάκη, ο οποίος μιλάει για την εικονογράφηση του καθολικού με τα ακόλουθα λόγια: «Η του Καθολικού ιστορία είναι άτεχνος όλως, οι δε ζωγράφοι ουδεμίαν ιδέαν είχον προπλαστικής» (σ. 642). Έπρεπε να έρθει η γενιά του 1930, με τον Κόντογλου, τον Πικιώνη, τον Σεφέρη, τον Παπατσώνη, τον Teriade και την ανακάλυψη του Θεόφιλου, για να αναγνωριστεί ακριβώς σ’ αυτό το πνευματικό και καλλιτεχνικό ρεύμα του 18ου-19ου αιώνα η σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που προέκυψε από το μπόλιασμα της νεώτερης ελληνικής αστικής σκέψης με τη λαϊκή ψυχή και τους δυτικούς συρμούς φιλτραρισμένους μέσα από το πνεύμα της λαϊκής παράδοσης.

Η παλαιά είσοδος της Μονής βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία του περιβόλου. Από εκεί ο προσκυνητής, προστατευμένος από ένα τείχισμα με επάλξεις, κατευθύνεται από την εξωτερική πλευρά του περιβόλου ως το διαβατικό, από το οποίο εισέρχεται στο δυτικό τμήμα της αυλής μπροστά στην βόρεια είσοδο του εξωνάρθηκα του καθολικού. Δεξιά, η βορειοδυτική πτέρυγα στεγάζει το αρχονταρίκι. Το συνοδικό βρίσκεται στην απέναντι βορειοανατολική γωνία του περιβόλου. Στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας υψώνεται ένα διπλό παρεκκλήσι, ρωσικό πάνω, ρουμανικό κάτω, το οποίο για ένα μεγάλο διάστημα παρέμενε ημιτελές και στον πάνω όροφο (σήμερα παρεκκλήσι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά;) στέγαζε μέρος της βιβλιοθήκης.

Άλλα παρεκκλήσια εντός της Μονής είναι τα ακόλουθα:
• Στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου, τα παρεκκλήσια του Αγίου Γεωργίου (πάνω) και των Αγίων Πάντων (κάτω).
• Στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πτέρυγας, τα παρεκκλήσια του Αγίου Ανθίμου (πάνω), ένα ημιτελές (μεσαία στάθμη) και των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (κάτω).
• Πάνω από το διαβατικό της παλαιάς εισόδου, το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος και των Αγίων Νείλων, του Σοφού και του Μυροβλήτου.
• Στο μέσον της δυτικής πτέρυγας, το παρεκκλήσι του Αγίου Αγαθαγγέλου.
• Στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας, το παρεκκλήσι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
• Στο μέσον της νότιας πτέρυγας, πάνω από το διαβατικό της νέας εισόδου, το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Πάνω από το τελευταίο παρεκκλήσι υψώνεται ο ωραιότατος πύργος του καμπαναριού, ο οποίος χρονολογείται στο 1854. Η μεγάλη καμπάνα είναι κατασκευασμένη στη Λισαβώνα. Το εσφιγμενίτικο καμπαναριό μοιάζει αρκετά με εκείνο της Μονής Ιβήρων (1848).

Εξωμοναστηριακά κτίρια

Όπως τα περισσότερα από τα αγιορείτικα μοναστήρια, έτσι και η Μονή Εσφιγμένου, και πολλώ μάλλον λόγω της θέσης της, είχε στενή σχέση με τη θάλασσα και από ανέκαθεν η κύρια ασχολία των εσφιγμενιτών μοναχών ήταν η αλιεία. Γνωρίζουμε ότι στα τέλη του 19ου αιώνα είχε δικό της ιστιοφόρο χωρητικότητας 35 τόνων και αξίας 500 οθωμανικών λιρών, το οποίο είχε ναυπηγηθεί στο νεώριο της Μονής με τοπική ξυλεία και διοικείτο υπό μοναχών (Σμυρνάκης: 657).

Από τους δύο παλαιούς αρσανάδες της Μονής Εσφιγμένου, που βρίσκονται μπροστά από την βορειοδυτική γωνία, ο δυτικός, δηλαδή ο νεώτερος, φέρει κτητορική επιγραφή με την χρονολογία 1760. Στο σχέδιο του Μπάρσκι (1744) υπάρχει μόνο ο διπλανός του, ένα ισόγειο κτίριο στο σχέδιο, που αντιστοιχεί με τον σημερινό τριώροφο αρσανά που βρίσκεται σε επαφή με τον περίβολο της Μονής.

Δυτικότερα της Μονής, δίπλα στην κοίτη του χειμάρρου και στους πρόποδες του λόφου της Σαμάρειας, υπάρχει ο νεώτερος αρσανάς, ο οποίος χρονολογείται στο 1893 (Κατσαρός-Πιλάτος: 201).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το λιθόκτιστο θυννοσκοπείο (νταλιάνι), που βρίσκεται στον όρμο των Αγίων Θεοδώρων, αριστερά από τη Μονή. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη τριγωνική λιθόκτιστη κατασκευή αποτελούμενη από έναν πεσσό, στην κορυφή του οποίου ανεβαίνει μία σκάλα. Από εκεί κατόπτευαν το πέρασμα των θύννων (είδος τόνου) και ειδοποιούσαν με τη μπουρού τους ψαράδες για το κλείσιμο των διχτυών (Χατζηαντωνίου: 199).

Πάνω από τον νέο αρσανά βρίσκεται η σπηλιά και ο ναός του Αγίου Αντωνίου Πετσέρσκι, του Κιεβοσπηλαιώτου, γνωστό εσφιγμενίτικο προσκύνημα. Από τα κτίρια που βρίσκονται στην γύρω περιοχή αναφέρουμε το Βορδοναρειό (στάβλος) νότια της νέας εισόδου, από την απέναντι όχθη του χειμάρρου, το Κάθισμα της Ζωοδόχου Πηγής στον λόφο ανατολικά της Μονής και τον ναό των Αγίων Θεοδώρων, πάνω στο ακρωτήριο που κλείνει τον ομώνυμο όρμο.

Ο κοιμητηριακός ναός, μονόχωρος με μεγάλο τρούλο, είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται δυτικά της Μονής, δίπλα στον χείμαρρο. Διατηρεί μέχρι σήμερα τη μορφή με την οποία εμφανίζεται και στο σχέδιο του Μπάρσκι (1744), παρόλο ότι «η “ριζική” ανακαίνιση του ναού προ διετίας (το 1996)» του στέρησε «κάθε ίχνος και μαρτυρία παλαιότερής του εικόνας, καλύπτοντας τις επιφάνειες με επιχρίσματα και απομακρύνοντας το παλαιότερο τέμπλο» (Αθανασιάδης: 18. Ι.Μ. Εσφ.).

Προσκυνήματα – Σκευοφυλάκιο – Βιβλιοθήκη

Στη Μονή φυλάσσονται σημαντικά ιερά λείψανα και προσκυνήματα, όπως το τεμάχιο του σπόγγου της Σταύρωσης, ένα τμήμα της εσθήτας της Παναγίας, αίμα του Τιμίου Προδρόμου, η κάρα του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, το αριστερό πέλμα της Μαρίας της Μαγδαληνής, κ.ά.
Στο σκευοφυλάκιο, το οποίο βρίσκεται στο καθολικό, σε ένα διαμέρισμα στον όροφο πάνω από τη λιτή, φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια, ιερά σκεύη, σταυροί, χρυσοκέντητα άμφια, ευαγγέλια, κλπ.
Ανάμεσα στα εκθέματα διασημότερα είναι ένα τεμάχιο υφάσματος, γνωστού ως Πύλη ή Σκηνή του Ναπολέοντα, το οποίο προέρχεται από το περίφημο ταπητουργείο των Gobelins στο Παρίσι και θεωρείται αριστούργημα υφαντουργίας και χρυσοποικιλτικής του 18ου αιώνα. Το τεμάχιο είναι το σωζόμενο ένα τέταρτο της σκηνής εκστρατείας του τραγικού βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου 16ου, η οποία μετά την Γαλλική Επανάσταση πέρασε στην ιδιοκτησία του Μεγάλου Ναπολέοντος, για να καταλήξει μετά από μυθιστορηματικές περιπέτειες στην κατοχή του πατριάρχη Γρηγορίου Ε ́, ο οποίος και το αφιέρωσε στην Μονή Εσφιγμένου, με την οποία διατηρούσε στενές σχέσεις.
Αξιομνημόνευτο είναι επίσης το λάβαρο της Επανάστασης του 1821, που ύψωσαν στη Μονή Εσφιγμένου ο Εμμανουήλ Παπάς και ο ηγούμενος Ευθύμιος.
Από τους περίπου 400 χειρόγραφους κώδικες που φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο, θα αναφέρουμε το εικονογραφημένο περγαμηνό Μηνολόγιο και το Ευαγγέλιο με τις μικρογραφίες των τεσσάρων Ευαγγελιστών, αμφότερα του 11ου αιώνα. Στο αρχείο φυλάσσονται πολλά αξιόλογα έγγραφα, μεταξύ των οποίων το χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε ́ του Παλαιολόγου (1357) και το χρυσόβουλλο του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν (1347).

Προσωπικότητες της Μονής

Στη μακραίωνη ιστορία της η Μονή Εσφιγμένου συνδέθηκε με μεγάλες προσωπικότητες της Εκκλησίας, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενος (Σμυρνάκης: 655), και ο άγιος Αθανάσιος Α ́, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1289-1293 και 1303-1309), ενώ ασκήτεψαν εδώ, μεταξύ άλλων, ο άγιος Αντώνιος Πετσέρσκι και ο όσιος Δαμιανός ο Εσφιγμενίτης. Τέλος, η Μονή συνδέεται με μία μεγάλη προσωπικότητα του αγιορείτικου μοναχισμού των νεώτερων χρόνων, τον Γεράσιμο Σμυρνάκη, συγγραφέα του αναντικατάστατου έργου «Το Άγιον Όρος», ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενος.

Βιβλιογραφία
1. Αθανασιάδης, Γιώργος. 1998. Ι.Μ. Εσφιγμένου. Στο: Κοιμητηριακοί ναοί του Άθωνα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (Κε.Δ.Α.Κ.).
2. Βλάχος, Κοσμάς. 1903 (2005). Η χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί πάλαι τε και νυν. Θεσσαλονίκη: Αγιορειτική Εστία (φωτοαναστατική ανατύπωση της α ́ έκδοσης, Πανθεσσαλικόν Τυπογραφείον Αθ. Πλατανιώτου, Βόλος 1903).
3. Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης. 2007 Ο παλαιοημερολογητισμός και η Ιερά Μονή Εσφιγμένου (ανάτυπο από την εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, 28/2/2003). Άγιον Όρος: Ι.Μ. Εσφιγμένου.
4. Θεοχαρίδης, Πλούταρχος (σχολιασμός). 1996. Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους. Φωτογραφική καταγραφή του 1870. Θεσσαλονίκη: Αγιορειτική Φωτοθήκη – Πολιτιστικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος Εθνικής Τράπεζας.
5. Η αλήθεια για την υπόθεση των κατεχόντων την Ιερά Μονή Εσφιγμένου. 2003.
Καρυές: Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους.
6. Κατσαρός, Αθανάσιος – Πιλάτος, Ορέστης. 2003. Οι αρσανάδες της Ι. Μονής Εσφιγμένου. Στο: Άγιον Όρος και Θάλασσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (Κε.Δ.Α.Κ.) (σσ. 200-201).
7. Μελισσάκης, Ζήσης. 2008. Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου. Επιτομές μεταβυζαντινών εγγράφων. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών.
8. Μυλωνάς, Παύλος. 2000. Άτλας του Άθωνος. Wasmuth: Deutsches
Archäologisches Institut Berlin.
9. Παπάγγελος, Ιωακείμ. 1998. Περί των Γαλατσιάνων Ζωγράφων του Αγίου
Όρους (ανάτυπο). Γαλάτιστα: Κοινότητα Γαλάτιστας Χαλκιδικής.
10. Παπαδάκη, Βασιλείου (αρχιμανδρίτου). 2008. Το σχίσμα του ζηλωτικού
Παλαιοημερολογιτισμού. Ρέθυμνον: Ι. Μονή Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας.
11. Petit, R. P. Louis & Regel, W. Actes de l’Athos – III. Actes d’Esphigmenou. Amsterdam: Adolf M. Hakkert (φωτοαναστατική ανατύπωση της α ́ έκδοσης, St. Petersbourg, 1906).
12. Σμυρνάκης, Γεράσιμος. 1903 (1988). Το Άγιον Όρος. Καρυές Αγίου Όρους: Πανσέληνος (φωτοαναστατική ανατύπωση της α ́ έκδοσης, Τυπογραφείον των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1903).
13. Χατζηαντωνίου, Φαίδων. 2003. Το θυννοσκοπείο της Μονής Εσφιγμένου. Στο: Άγιον Όρος και Θάλασσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (Κε.Δ.Α.Κ.) (σ. 199). 14. Χατζηαντωνίου, Φαίδων – Χειλάς, Χρήστος. 2003. Άγιον Όρος και Θάλασσα (παραπλέοντας τον Άθω). Στο: Άγιον Όρος και Θάλασσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (Κε.Δ.Α.Κ.) (σσ. 198-293).

Ευχαριστώ τον φίλο αρχαιολόγο κ. Νίκο Μπονόβα για συμπληρωματικές πληροφορίες από ανέκδοτη εργασία του, περί του Καρπενησιώτη ζωγράφου Ιωάσαφ και της συνοδείας του. Ευχαριστώ τον φίλο κ. Πέτρο Καψούδα, αρχαιολόγο του Κε.Δ.Α.Κ., για τις πολύτιμες πληροφορίες του αυτόπτη.