Όλη την νύχτα οι ψαράδες προσπαθούσαν να πιάσουν κάτι στα δίχτυα τους, μάταια, όμως. Εκείνη την νύχτα δεν μπορούσαν να πιάσουν τίποτα.
Απογοητευμένοι, αφού ξημέρωσε, παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής με το πλοιάριό τους, να βγουν στην στεριά.
Στα πρόσωπα τους ζωγραφισμένη έντονα η κόπωση όλης της νύχτας αναμεμιγμένη με την στεναχώρια. Η απελπισία τούς κυρίευσε. Τίποτα δεν μπορούσε να τους αλλάξει πλέον την διάθεση, γιατί όλη την νύχτα «επίασαν ουδέν».
Μέσα στο σύννεφο της απελπισίας τους ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, η οποία ήταν το φάρμακο, που θα διέλυε αυτό το σύννεφο.
Ήταν ο Ιησούς, ο Οποίος ενώ γνώριζε την κατάστασή τους, τους ζήτησε, αν έχουν κάτι να φάει. Ήθελε άραγε να τους αυξήσει την λύπη; Ήθελε να τους ξύσει την πληγή τους; Τίποτα δεν έπιασαν, παρά τον κόπο όλης της νύχτας.