Περιβάλλων Χώρος

Το σημερινό κτηριακό συγκρότημα της Μονής θεμελιώθηκε δίπλα στα φλοισβίζοντα κύματα της θαλάσσης του Στρυμονικού κόλπου σαν κυματοθραύστης. Βρίσκεται στην είσοδο του Αγίου Όρους και απέχει πεζή από την Ιερισσό έξι ώρες, ενώ από το άκρο του Αγίου Όρους, όπου βρίσκεται η Μεγίστη Λαύρα, ένδεκα ώρες.


Δίπλα της ρέει χείμαρρος, ο οποίος σπανίως υπερχειλίζει προκαλώντας μικρές ζημίες και πριν την υλοτόμηση των γύρω δασών προ εκατοπεντηκονταετίας ήταν μικρός, ρέων γύρω από τα τείχη της Μονής επειδή δεν υπήρχε τότε η νότια πύλη της.

Σε απόσταση 30΄ παραθαλασσίως προς το ανατολικό μέρος της Μονής και 45΄ διά ξηράς υπάρχει ο λιμένας των αγίων Θεοδώρων με παρεκκλήσι, σε ακρωτήριο 27 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Αυτό το παρεκκλήσι παλαιά ήταν εντός του όρμου, στον οποίο υπάρχει και οίκημα με πηγή, όπου σε κακοκαιρία κατέφευγαν οι ναυτιλλόμενοι. Ο όρμος είναι ευπρόσβλητος από τον ΒΔ άνεμο (μαΐστρο), πολλές φορές και από το σφοδρότατο ΒΑ (γραίγο) κατά το χειμώνα.



Παραπλέοντας κανείς ένα μίλι από εκεί φτάνει στην Παλαιόχωρα ή του Μιχαήλ Παλαιοχώρι, στο οποίο το 1776 κατοικούσε κάποιος Αλέξιος από τον άγιο Πέτρο της Κυνουρίας (Πελοποννήσου), ο οποίος έκτισε ναό των αγίων Πάντων και μερικά κελλιά και κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα το 1803. Ο τόπος εκεί είναι εύφορος ιδίως σε αμπελώνες και η θάλασσα βαθειά. Υπάρχουν θεμέλια αρχαίων κτηρίων που έχουν καλυφθεί από τα γύρω δάση. Εκεί τοποθετείται η πόλη Ολόφυξος, που ιδρύθηκε περί το 1124 π. Χ. και αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τους γεωγράφους Στράβωνα, Σκύλακα, Στέφανο Βυζάντιο και λοιπούς και είχε πολιούχο τον Φύξιο Δία, προστάτη πάντων των φευγόντων εκ των εχθρών και των δυστυχιών. Περίπου 100 μέτρα ανατολικά από την Παλαιοχώρα υπάρχει μεγάλος βράχος στην ακτή, καλούμενος Ύπτιον Βρακίον η απλώς Βρακί, από το σχήμα του.

Ψηλότερα και δυτικά σε επικλινή χώρο υπάρχουν τα ερείπια της Μονής των Πλακίων, η οποία ετιμάτο επ' ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της κατά δαιμόνων και βρισκόταν στο μέσον σχεδόν μεταξύ Εσφιγμένου και Βατοπεδίου. Το 1035 ο Ηγούμενος της Μονής αυτής Γερμανός και ο αδελφός του Πέτρος μοναχός με πωλητήριο έγγραφο, που έγραψε ο μοναχός Διονύσιος ο Βερροιώτης, παρεχώρησαν αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων κατά μήνα Δεκέμβριο, Ινδικτιώνος Γ', προς τον ηγούμενο Εσφιγμένου Θεόκτιστο χερσαία γη παραμελημένη «ένθα και προσπλησιάζει της κατ' αυτόν (τον Θεόκτιστο) δεσποτείας του λεγομένου Μαύρου Κορμού και όλον το μέρος τα καταρρέοντα ύδατα από τον τρόχαλον του Μιχαήλ εν ω αποδίδει εις την ριζιμαίαν πέτραν και κατέρχεται παραλαμβάνων το σύνορον του Νίκωνος της καλής Άμμου (το σημερινό Καλαμίτσι), τα λεγόμενα ατζάχια, δηλονότι τα συρόμενα νερά εις τον ρύακα τών Πλακίων. Από δε τα ατζάχια κάμπτει προς το μέρος του μεγάλου ρύακος του κατερχομένου εις τον Μαύρον Κορμόν εις την Μεσονησίδα (την καλουμένη Ηγούμενο) και εις το σύνορον του Μοναστηρίου του». Ο Ηγούμενος Θεόκτιστος από έγγραφα του 1033 εξάγεται ότι χρημάτισε «Πρώτος» του Αγίου Όρους (μετά τον «Πρώτο» Μιχαήλ Μοναχό ο οποίος αναφέρεται το έτος 1030) και είναι ο γέροντας του Αγίου Αντωνίου του σπηλαιώτου (Ρώσσου).

Σε απόσταση 45΄ νότια της Μονής περπατώντας κανείς το λιθόστρωτο δρόμο που οδηγεί στις Καρυές, μετά την κάθοδο από την κορυφή του Όρους, όπου ο λεγόμενος Σταυρός, σε επίπεδο μέρος δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στη Μονή του Ζωγράφου, υπάρχουν παλαιά κτήρια σε τετράγωνο και η τοποθεσία αυτή λέγεται Βαγενοκαμάρα. Η σύνθετη αυτή λέξη από το βαγένι (βαρέλι) και καμάρα (αψίδα), τίποτε δεν μπορεί να σημαίνει ως προς την εκεί ύπαρξη των κτιρίων και ενός πηγαδιού, τα οποία νομίζομε ότι ανήκουν στο κατεστραμμένο Μονύδριον του Βαγενοκαμάρη, όπως υπήρξε και το Μονύδριον του Χρυσοκαμάρη κοντά στη Μονή Ξενοφώντος.

Πλησίον της Μονής δυτικά υπάρχει βραχώδης λοφοσειρά με θάμνους, σχοίνα, πρίνους, αγριελιές και άφθονο κώνειο (μαγκούτα), χωρισμένη από τα λοιπά όρη, με το όνομα βουνός της Σαμαρείας, ύψους κατά το ακρότατό της σημείο 125 μέτρων, όπου σωρεία πετρών και γύρω του στα νότια ερείπια οκτώ μικρών καλυβών-ησυχαστηρίων. Στον πιο κάτω αυχένα του βουνού, σε ύψος 100 μέτρων βρίσκονται άλλες δύο καλύβες· η καλύβα πάνω στην κορφή ανήκε στον ησυχαστή Γέροντα Ναθαναήλ Εσφιγμενίτη, εμπειρικό ιατρό από την Κυνουρία.

Υπάρχουν και άλλες καλύβες βορεινά του βουνού, οι οποίες είναι πολύ δύσβατες. Επίσης υπάρχει ησυχαστήριο μέσα σε σπήλαιο, ακριβώς εκεί που τέμνεται η δυτική οροθεσία της Μονής Εσφιγμένου με την του Χιλιανδαρίου και πάνω από τον όρμο «Σαραντακούπι», που ονομάσθηκε έτσι επειδή τα δύο ακρωτήρια που τον περικλείουν απέχουν μεταξύ τους 40 κωπηλασίες όταν τον διαπλεύσει κανείς. Καθ' όλη την δυτική οροθεσία διακρίνουμε πολλά ερείπια κάτω και δυτικά του σχηματιζομένου αυχένα μεταξύ των δύο Σαμαρειών, της μικρής του Χιλιανδαρίου και της μεγάλης του Εσφιγμένου.

Στη μεγάλη Σαμάρεια, που έχει σχήμα σαμαριού αλόγου, υπήρξε η ομώνυμη Σκήτη και διατηρούνταν σε αυτή τέσσερα ησυχαστήρια (εκ των οποίων τα δύο κατοικήσιμα), και άλλα ερείπια που αποδεικνύουν την ύπαρξή της. Την προσηγορία «Σαμάρεια» ίσως έλαβε από την πόλη Σαμαριάνη (ή Σαμαρκάνδη;) της επαρχίας Υρκανίας της Περσίας. Πιθανόν σε αυτή να υπήρχαν κάποιες άσημες πολίχνες από τους Πέρσες και Φοίνικες κτισμένες, οι οποίοι εργάζονταν επί Ξέρξου για τη διόρυξη του εγγύς Ισθμού. Στις ανατολικές πλαγιές της Σαμαρείας πέρα από το λιμάνι της Μονής υπάρχει αμφίκρημνο και βαθύ σπήλαιο προσιτό μόνο από την θάλασσα, στο οποίο υπάρχουν σταλακτίτες και σταλαγμίτες σχηματιζόμενοι από το δισανθρακικό ασβέστιο, το διαλυμένο εντός φυσικών υδάτων, που καταρρέουν από τις ρωγμές μέσα του και εξατμίζονται σχηματίζοντας επάνω τους σταλακτίτες και κάτω τους σταλαγμίτες. Λίθινος τοίχος στο σπήλαιο αυτό δίπλα στην είσοδο και εντός του αποδεικνύει ότι κάποτε κατοικήθηκε. Στα 1703 λέγεται ότι κάποιος ευγενής από την Κωνσταντινούπολη ήρθε στη Μονή και αφού είδε ότι το σπήλαιο ήταν άβατο ζήτησε την άδεια του ηγουμένου και εισήλθε σε αυτό, όπου παρέμεινε μόνος πολλούς χρόνους, προσευχόμενος στο Θεό και εκεί κοιμήθηκε· σώζονται στο βάθος του σπηλαίου οστά της λεκάνης, των κνημών και των σπονδύλων του. Αναφέρονται πολλά θαυμάσια και προφητείες του ανθρώπου αυτού.



Στη Σαμάρεια βρέθηκε το 1859 νόμισμα αργυρό με την εικόνα της θεάς Αθηνάς και επιγραφή «Αθάνα» (δωρική διάλεκτος) όπως επίσης και κάποια άλλα νομίσματα. Όταν ο Άθως αποδόθηκε στους Μοναχούς από τον Κωνσταντίνο τον Πωγωνάτο το 680, η Σαμάρεια έγινε σκήτη ησυχαστών, στην οποία έζησεν ο Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ επί Ανδρονίκου Β' του Παλαιολόγου. Τη Σαμάρεια μνημονεύει και ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος στο χρυσόβουλλό του το 1348, που αφορά στις οροθεσίες της Μονής Χιλιανδαρίου· αυτός κατέστησε υποτελή τον Άθω και σκέφθηκε να ιδρύση εδώ σερβική πολίχνη.

Σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων δυτικά της Μονής και στους νότιους πρόποδες της Σαμάρειας, στο μέσον της σχηματιζομένης οδού από τη Σαμάρεια και των οροσειρών της Γριμποβίτσας υπάρχει επίπεδος τόπος, όπου βρίσκονται τα ερείπια της παλαιάς Μονής της Πουλχερίας και του ωραίου Καθολικού, του οποίου σώζεται μόνο η κόγχη του ιερού Βήματος συναδελφωμένη με αμάραντο αιωνόβιο κισσό. Με τις ανασκαφές που έγιναν βρέθηκαν οι δύο μαρμάρινοι κορινθιακού ρυθμού κίονες που βρίσκονται σήμερα στο προστώο των προπυλαίων της Μονής· ο δεξιός είναι μονολιθικός, ενώ ο αριστερός αποτελείται από δύο σπονδύλους, των οποίων τις ραβδώσεις, τα διαξέσματα και τα κιονόκρανα κατέστρεψαν αμαθείς και άκομψοι τεχνίτες κατά την τοποθέτηση το 1858. Ο Ναός αυτός φαίνεται ότι υπήρχε κατά την εποχή της σκήτης επιδιορθωμένος, τιμώμενος στη μνήμη του αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, χρησιμεύων σαν Κυριακό της μέχρι τον ιε' αιώνα.

Η παλαιά Μονή καταστράφηκε από την απόσπαση και κατολίσθηση εδαφών του υπερκειμένου όρους, όπως δείχνουν και σήμερα τα άνωθεν των ερειπίων της ηφαιστειογενή συντρίμματα, όπου παλαιότερα ήταν το ησυχαστήριο που ιδρύθηκε το 1896 από τον ησυχαστή μοναχό Σάββα από το προάστειο του Ναυπλίου Πρόνοια. Εξαιτίας της κατολίσθησης καλύφθηκε η μισή Μονή και όλο το μεσημβρινό τείχος του καθολικού, ο οποίος ιδρύθηκε κατά το πρώτο μισό του ε΄αιώνα και δεν είχε σχήμα Σταυρού, αλλ' ήταν τετράγωνος με νάρθηκα και εξωνάρθηκα, που είχαν ανά δύο κίονες και τέσσερεις ο κυρίως ναός. Ο νάρθηκας είχε δύο εισόδους και ο εξωνάρθηκας μία. Σώζονται επίσης λίγο πιο κάτω και τα ποτιστήρια της Μονής· το 1804-1815 διατηρούνταν σε καλή κατάσταση τέσσερις κίονες του ναού τούτου κογχόγλυπτοι, δηλαδή με ραβδώσεις, από τους οποίους μνημονεύσαμε ανωτέρω τους δύο.

Από τα ιστορικά έγγραφα της Μονής Εσφιγμένου και τα διασωθέντα μέχρι τώρα μνημεία μεγάλης αρχαιότητας πειθόμαστε ότι η αρχαία αυτή Μονή ιδρύθηκε από τη βασίλισσα Πουλχερία. Οι ραβδωτοί κίονες κορινθιακού ρυθμού και οι δελτοειδείς τοίχοι των ερειπίων του θυσιαστηρίου του ναού που σώζονται, παραπλήσιοι των κιόνων του ναού της αγίας Ειρήνης στη Κωνσταντινούπολη (σήμερα χρησιμοποιείται ως μουσείο), ο οποίος κτίσθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, είναι απόδειξη της άριστης αρχαίας αρχιτεκτονικής και γλυπτικής του.