Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη περί σχισματικών (1.440/14-12-2002)


ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

Αριθμ.Πρωτ.1110

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΡΑΞΙΣ ΚΗΡΥΞΕΩΣ ΩΣ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΑΓΙΩ ΟΡΕΙ ΙΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ.

Την επέκεινα των αρμοδιοτήτων των κατά τόπους Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών ανωτάτην μέριμναν της εκκλησιαστικής ευταξίας ανατιθέμενοι δια πολλών διατάξεων οι θείοι και ιεροί κανόνες εις τον Αγιώτατον Αποστολικόν και Πατριαρχικόν Οικουμενικόν Θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, ανέθεσαν άμα αυτώ και την τελικήν και ανέκκλητον κρίσιν των βαρύτερων και βαρυτάτων εκ των διαταρασσόντων την ευταξίαν ταύτην πνευματικών παραπτωμάτων των πραττομένων εν Αγίω Όρει υπό τε των Αγιορειτών Πατέρων και υπό των εν Αγίω Όρει ευρισκομένων και την ιδιότητα του Αγιορείτου μοναχού μη κανονικώς μεν κεκτημένων, ταύτην δε αυτοβούλως οικειοποιουμένων χριστιανών, ει και μη αναγνωριζόντων την επ'αυτούς πνευματικήν δικαιοδοσίαν της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, της εχούσης κεφαλήν μεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, σώμα δε απάσας τας Αγιωτάτας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, τας εν κοινωνία μετ' αλλήλων τελούσας και εκ του αυτού Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αρδευομένας και ζωογονουμένας.

Της μακραίωνος ταύτης κανονικής δικαιοδοσίας του καθ' ημάς Αγιωτάτου Αποστολικού Θρόνου επί των εν Αγίω Όρει εγκαταβιούντων και εαυτούς Αγιορείτας θεωρούντων έγγραφος διατύπωσις ευρίσκεται εν τε τοις αρχαίοις Τυπικοίς και εν τω εξ αυτών και των αρχαιοτάτων μοναχικών θεσμών και καθεστώτων απορρέοντι Καταστατικώ Χάρτη του Αγίου Όρους, εν άρθρω τεσσαρακοστώ τρίτω του οποίου ρητώς ορίζεται ότι «Δια δε τας πνευματικάς υποθέσεις ανώτατον δικαστήριον είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης μετά της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου». Ενώ αλλαχού δε του Καταστατικού Χάρτου ρητώς επίσης διευκρινείται ότι «των παραπτωμάτων, καθ'ών απειλείται η ποινή της καθαιρέσεως αρμόδιον δια την εκδίκασιν δικαστήριον είναι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον». Κατά την προφανή έννοιαν της βραχυλόγως διατετυπωμένης ταύτης διατάξεως η αρμοδιότης ημών και της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου συνδέεται μετά της βαρύτητος του παραπτώματος και της δι' αυτό προβλεπομένης υπό των ιερών κανόνων πνευματικής ποινής, ουχί δε μετά της ιδιότητος του υποπεσόντος εις το παράπτωμα ως κληρικού υποκειμένου εις καθαίρεσιν, τούθ' όπερ συνιστά ερμηνευτικήν κατανόησιν, ήτις αποδίδει τη διατάξει έννοιαν ίσήν τη υπονοουμένη γραφή, ότι επί των παραπτωμάτων κατά του δράστου των οποίων, ει ούτός εστι κληρικός επιβάλλεται υπό των ιερών κανόνων καθαίρεσις, ει δε λαϊκός η μοναχός άλλη τις ανάλογος, η αρμοδιοτης της κρίσεως ανατίθεται τη ημετέρα Μετριότητι και τη περί ημάς Αγία και Ιερά Συνόδω είτε κληρικός κανονικώς κεχειροτονημένος εστίν ο δράστης, είτε μοναχός κανονικώς κεκαρμένος εστίν ούτος, είτε αντιποιείταί τινα των ιδιοτήτων τούτων, δι' ων περιέβαλεν εαυτόν αντικανονικώς ίνα προσδώση εαυτώ την μη κτηθείσαν κανονικώς ιδιότητα του Αγιορείτου μοναχού η Ιερομονάχου. Πολλώ δε μάλλον τη ημετέρα πνευματική δικαστική δικαιοδοσία υπόκεινται οι ήδη λαβόντες, ως και οι ισχυριζόμενοι ότι δικαιούνται λαβείν, τα επίσημα έγγραφα τα πιστοποιούντα την Αγιορειτικήν ιδιότητα αυτών και εξασφαλίζοντα αυτοίς την άδειαν ισοβίου εγκαταβιώσεως εν Αγίω Όρει, ει και χορηγηθέντα άνευ ενδελεχούς ερεύνης της συνδρομής των αναγκαίων προς κτήσιν αυτής προϋποθέσεων. Η εμπράκτως, άλλωστε, υπό τούτων εκδηλουμένη θέλησις αυτών όπως εγκαταβιούν μονίμως εν Αγίω Όρει ως μοναχοί αυτού συνιστά εκουσίαν υπαγωγήν αυτών εις την διέπουσαν το ʼγιον Όρος πολιτειακήν και ιεροκανονικήν νομοθεσίαν και εις την δικαιοδοσιακήν αρμοδιότητα των υπ' αυτής προβλεπομένων διοικητικών και πνευματικών αρχών. Τούτοις ακολούθως η τελική πνευματική κρίσις περί της υπάρξεως των πνευματικών και εκκλησιαστικών προϋποθέσεων ώστε να είναι δυνατόν να κτάταί τις και έχη και εάν δικαιώται να διατηρή τις την του Αγιορείτου ιδιότητα και να εγκαταβιοί εν Αγίω Όρει ως μοναχός αυτού ανήκει τω ανωτάτω τούτω πνευματικώ δικαστηρίω, ιδία εάν η περί τούτου κρίσις συνάπτεται προς βαρύτατόν τι παράπτωμα, όπερ παρά κληρικού πραττόμενον επισύρει την ποινήν της καθαιρέσεως, παρά δε μονάζοντος πραττόμενον συνεπάγεται τον αφορισμόν αυτού από του Αγίου Όρους.

Εν τοις Ιεροίς κανόσι, τοις επιβάλλουσι την ποινήν της καθαιρέσεως, περιλαμβάνεται και ο ΙΓ' Ιερός κανών της Πρωτοδευτέρας Ιεράς Συνόδου, όστις επιβάλλει την πνευματικήν ταύτην ποινήν της καθαιρέσεως τοις κληρικοίς οίτινες τη των σχισματικών μανία επιφερόμενοι το του Χριστού σώμα μερίζειν επιχειρούσιν, διατάττων τάδε: «ει τις πρεσβύτερος η διάκονος ως δήθεν επί εγκλήμασί τισι του οικείου κατεγνωκώς Επισκόπου προ συνοδικής διαγνώσεως και εξετάσεως και της επ' αυτώ τελείας κατακρίσεως αποστήναι τολμήσοι της αυτού κοινωνίας, και το όνομα αυτού εν ταις ιεραίς των λειτουργιών ευχαίς, κατά το παραδεδομένον τη εκκλησία μη αναφέροι, τούτον υποκείσθαι καθαιρέσει, και πάσης ιερατικής αποστερείσθαι τιμής... Οι δε τούτω συνεπόμενοι, ει μεν των ιερωμένων είεν τινες, και αυτοί της οικείας τιμής εκπιπτέτωσαν, ει δε μοναχοί η λαϊκοί αφοριζέσθωσαν παντελώς της εκκλησίας μέχρις αν την προς τους σχισματικούς συνάφειαν διαπτύσαντες, προς τον οικείον επίσκοπον επιστραφείεν». Τη ομοφώνω περί της δεινότητος του σχίσματος παραδόσει στοιχών και ο εν Αγίοις προκάτοχος ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποφαίνεται «Το σχίσαι την Εκκλησίαν και φιλονείκως διατεθήναι και διχοστασίας εμποιείν και της συνόδου διηνεκώς εαυτόν αποστερείν, ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει την τιμωρίαν», προστίθησι δε ότι είπέ τις των αγίων ότι ουδέ αίμα μαρτυρίου εξαλείφει την αμαρτίαν του χωρισμού της εκκλησίας, και πάλιν δε αλλαχού λέγει ότι «του εις αίρεσιν εμπεσείν το την εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν».

Έστι δε το σχίσμα το από της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, εν τη επιγείω και ορατή αυτής υποστάσει και οργανώσει χωρισθήναι και ίδιον πήξαι θυσιαστήριον άνευ δογματικής από της πίστεως αυτής αποκλίσεως.

Εκτενής ην η του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προθανάτιος προσευχή υπέρ της των μαθητών Αυτού ενότητος και έκτοτε ηχεί επί πάσαν ευαίσθητον χριστιανικήν καρδίαν η έμπονος και έμπυρος ικεσία αυτού προς τον Πατέρα «ίνα ώσιν εν» μετ' αλλήλων οι μαθηταί Αυτού και οι μέλλοντες πιστεύσαι δια του κηρύγματος αυτών εις την σωτηριώδη έλευσιν και αποστολήν Αυτού. Διο και ο Μέγας εν Ιεράρχαις, εν διδασκάλοις της Εκκλησίας και εν Αγίοις Βασίλειος εις φιλαρχίαν, κενοδοξίαν και ιδιωτισμόν, τα θανάσιμα ταύτα πνευματικά αμαρτήματα, συνεπαγόμενα την αθέτησιν του Κυρίου και βασιλέως της Εκκλησίας υπό τίνων μελών αυτής, εναπεδείκνυσθαι θελόντων τοις πολλοίς ως άρα είεν σοφοί και υπέρ τους άλλους γνώσιν έχειεν, αποδίδει. Αποφαίνεται δε και ο εν Αγίοις προκάτοχος ημών Γρηγόριος, ο δια της αξίας αυτού προσωνυμίας του θεολόγου γνωριζόμενος, ότι η των ταραχοποιών και διασπαστών της εκκλησιαστικής ενότητος, τάξεως και ειρήνης θερμότης «χωρίς λόγου, και επιστήμης άσχετος, και πίστεως πλους ακυβέρνητός»εστι, θερμών μεν και γενναίων τη ανθρωπεία υποστάσει φύσεων έργον, συν αλογία όμως και αμάθεια και τω ταύτης εκγόνω κακώ θράσει πορευομένων και δικαίαν κρίσιν μη δυναμένων ποίησαι, και την ενότητα του αρράφου χιτώνος της Εκκλησίας μη δυναμένων παντί σθένει ως δει διατήρησαν. Ταύτα συνειδότες οι Οσιώτατοι Πατέρες του Αγίου Όρους και οι αοίδιμοι προκάτοχοι ημών εν τε τω Οικουμενικώ Θρόνω και εν τη Αγία και Ιερά Συνόδω αυτού, οι καταρτίσαντες τον ισχύοντα Καταστατικόν Χάρτην αυτού και περιβαλόντες αυτόν δια της Πατριαρχικής εγκρίσεως, έχοντες δε άμα πείραν οδυνηράν των μεθοδειών του διαβόλου και των απατηλών υποβολών αυτού περί της δήθεν τελειότητος της πίστεως επί αθετήσει της τελειότητος της αγάπης και της εν Χριστώ ενότητος, ηθέλησαν προστατεύσαι τους εν τω Αγιωνύμω Όρει ενασκούμενους από του μεταδοτικού μιάσματος της σχισματικής καταστάσεως και νόσου και ώρισαν επιτακτικώς και αδιαστίκτως δια του εν περιάπτω θέσει κειμένου άρθρου πέμπτου αυτού, ότι «εις ουδένα ετερόδοξον η σχισματικόν επιτρέπεται η εν Αγίω Όρει εγκαταβίωσις». Της θελήσεως ταύτης των Αγιορειτών Πατέρων όπως άπασα η χορεία αυτών η πάντοτε αδιάσπαστος πνευματικώς ηνωμένη μετά της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και πασών των μετ' αυτής εν κοινωνία πνευματική τελουσών Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ου μην δε και μετ' αλλήλων, σπουδαζόντων τηρείν την ενότητα του πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης, εξέφρασε την αποδοχήν και τον σεβασμόν και ο εγκόσμιος νομοθέτης του Ελληνικού Κράτους, εις την εδαφικήν επικράτειαν του οποίου ήδη κείται το Αγιωνυμον Όρος, δια της εν τω Συντάγματι αυτού περιληφθείσης και το μέγα κύρος συνταγματικής επιταγής περιβληθείσης διατάξεως της δευτέρας παραγράφου του εκατοστού πέμπτου άρθρου αυτού, ήτις και ανεγνωρίσθη ως σύμφωνος προς την Ευρωπαϊκήν νομοθεσίαν δια της σχετικής Δηλώσεως των αρμοδίων οργάνων της ποτε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, ήστινος τα νενομοθετημένα παρέλαβεν ως ισχύον όλον η διάδοχος αυτής Ευρωπαϊκή Ένωσις. Όθεν, υπό τε του εκκλησιαστικού και του κοσμικού νομοθέτου έχει αριδήλως θεσμοθετηθή ότι η εν Αγίω Όρει εγκαταβίωσις σχισματικών απαγορεύεται, τούθ' όπερ αναγκαίαν συνέπειαν έχει ότι ο εν σχίσματι εκκλησιαστικώ ευρισκόμενος και μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και της όλης κοινότητος των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών μη κοινωνών οφείλει αποχωρήσαι του Αγίου Όρους και την Αγιορειτικήν ιδιότητα αποβαλείν εκουσίως, υποκείμενος άλλως εις την εκ του Αγίου Όρους απομάκρυνσιν δια της δημοσίας δυνάμεως της εντεταλμένης την εποπτείαν της τηρήσεως των Αγιορειτικών καθεστώτων και την εκτέλεσιν των αποφάσεων των Αγιορειτικών Αρχών.

Πέραν όμως τούτων, η εν Αγίω Όρει εγκαταβίωσις προϋποθέτει την πνευματικήν κοινωνίαν παντός εγκαταβιούντος μετά των λοιπών Οσιωτάτων Αγιορειτών Πατέρων και την αποδοχήν των εν αυτώ θεσμών, ως και την προβλεπομένην συμμετοχήν αυτού εις παν συλλογικόν όργανον υπό των Αγιορειτικών Καθεστώτων προβλεπόμενον, ουδεμιάς προφάσεως και δη τοιαύτης αναφερομένης εις την πίστιν συγχωρούσης την σύστασιν ιδίας αδελφότητος, ως ρητώς διακελεύει το εκατοστόν ογδοηκοστόν τρίτον άρθρον του Καταστατικού αυτού Χάρτου.

Έτι δε πλέον, οι Οσιώτατοι Αγιορείται Πατέρες, οι της συντάξεως του εν λόγω Χάρτου, του συγκεφαλαιούντος εν βραχεί λόγω και πολλή συνέσει την εκ πείρας μακράς αποδεδειγμένην ορθοτέραν ρύθμισιν του Αγιορειτικού βίου, διέλαβον εν αυτώ, τη συγκαταθέσει του κυρώσαντος αυτόν αοιδίμου προκατόχου της ημετέρας Μετριότητος και της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, και την διάταξιν του εκατοστού ογδοηκοστού τετάρτου άρθρου αυτού, δι' ης απηγόρευσαν πάσαν προσηλυτιστικήν και προπαγανδιστικήν ενέργειαν, ηθικήν, θρησκευτικήν, εκκλησιαστικήν, κοινωνικήν, εθνικιστικήν και οιασδήποτε άλλης φύσεως τοιαύτην, και δη επί ποινή απελάσεως, διαγνόντες ότι αι τοιαύται ενέργειαι οδηγούν εις διασπάσεις και διενέξεις και ότι απομακρύνουν τον μοναχόν από της ιεράς αυτού αποστολής, της ολοκληρώσεως δηλονότι της μετανοίας και του αγιασμού αυτού και της προσελκύσεως της Θείας Χάριτος και φορτίζουσι το πνεύμα αυτού δι' ιδεών υψηλοφροσύνης και οιήσεως, ου μόνον ουδέν καλόν προκαλουσών τη Εκκλησία, αλλά και τον πνευματικόν όλεθρον του ούτω σκεπτόμενου μοναχού προκαλουσών. Προφανές δε εστι ότι ο εν τω άρθρω τούτω προσηλυτισμός και η εν αυτώ προπαγάνδα συνιστώσι και πνευματικόν παράπτωμα συνεπαγόμενον πνευματικά μέτρα θεραπείας του παραβάτου, επιβαλλόμενα ως ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους ορίζει παραλλήλως προς το διοικητικόν μέτρον της απελάσεως αυτού αμετανόητου τυχόν παραμένοντος.

Εν προκειμένω γνωστόν τοις πάσι τυγχάνει ότι από του χιλιοστού ενακοσιοστού εβδομηκοστού δευτέρου σωτηρίου έτους οι τότε εγκαταβιούντες εν τη εν Αγίω Όρει Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Εσφιγμένου διέκοψαν την πνευματικήν κοινωνίαν μετά των λοιπών Αγιορειτικών Ιερών Μονών και της Ορθοδόξου καθόλου Εκκλησίας επί τη προφάσει ότι αι τε Ιεραί Μοναί και αι Εκκλησίαι αύται είτε καθ' εαυτάς παρεξέκλιναν της ορθής πίστεως, είτε κοινωνούσι μετά των εχόντων παρεκκλίνει αυτής. Πολλών δε έκτοτε καταβληθεισών αδελφικών και πατρικών προσπαθειών υπό τε των Οσιωτάτων Αγιορειτών Πατέρων και υπό του αειμνήστου προκατόχου ημών Πατριάρχου Δημητρίου και της ημετέρας Μετριότητος όπως μεταπεισθώσιν οι εν τη Ιερά ταύτη Μονή Εσφιγμένου εγκαταβιούντες και επανέλθωσιν εις την κανονικήν τάξιν και πνευματικήν μετά των αδελφών αυτών κοινωνίαν, ουκ ηβουλήθησαν ούτοι μετανοήσαι και την κανονικήν κοινωνίαν αποκατάστησαι, ου μην δε τούτο μόνον, αλλά και τη αρξαμένη πτώσει και παρασύρσει εμμένοντες ταχυτέραν και βαθυτέραν την κατολίσθησιν αυτών εν τοις βαράθροις της αλογίας κατέστησαν, ως, άλλωστε, ο θείος λόγος περί των τυφλών των οδηγούντων τυφλούς αλανθάστως προλέγει. Εις βαθύν δε βόθυνον εμπεσόντες ουκ ηρκέσθησαν τω πρώτω εκείνω σχίσματι, αλλά προς διεύρυνσιν του χάσματος ενσυνειδήτως εργαζόμενοι και επί κατοχή της αληθείας εναβρυνόμενοι ηύξησαν κατά τας του διαβάλλοντος και τους θνητούς απ' αλλήλων χωρίζοντος υποδείξεις το μεταξύ αυτών και των λοιπών Αγιορειτών, αλλά και της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας χάσμα, ωσεί ήσαν ούτοι μεν υγιείς τη πίστει, πάντες δε οι λοιποί, οι την επίγειον Ορθόδοξον Εκκλησίαν μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ως κεφαλής αυτών συγκροτούντες ωσεί ήσαν υπό λοιμικής νόσου κατειλημμένοι και κίνδυνον μεταδόσεως αυτής τοις νομίζουσιν εαυτούς υγιείς αποτελούντες. Τριάκοντα όλων ετών συμβουλαί και παραινέσεις, παρακλήσεις και προσευχαί, λόγοι και υποδείξεις, ου κατώρθωσαν αλλάξαι την διάνοιαν αυτών, τούτου δε ένεκα η Ιερά του Αγίου Όρους Κοινότης, εξαντλήσασα πάσαν ελπίδα μετανοίας και ανανήψεως αυτών, προσεκάλεσε δια πολλοστήν φοράν και αύθις εσχάτως τους νυν εν τη Ιερά Μονή Εσφιγμένου εγκαταβιούντας και εαυτούς Αγιορείτας αποκαλούντας, ως αρμοδία διοικητική αρχή, αυτεπαγγέλτως εις ακρόασιν και έκθεσιν των απόψεων αυτών επί των αποδιδόμενων αυτοίς αντικανονικών πράξεων και πνευματικών παραβάσεων επί συμπήξει απηγορευμένης αδελφότητος, επί σχίσματι, επί αρνήσει συνεργασίας μετά των λοιπών εν Αγίω Όρει Ιερών Μονών και μοναστηριακών αρχών και επί προσηλυτισμώ εις την εαυτών ομάδα, διενεργήσασα άμα και συλλογήν των αναφερομένων εις την υπόθεσιν στοιχείων.

Μεθ' ο, τούτων μη προσελθόντων, καίτοι προς τούτο κανονικώς κληθέντων, τινών δε εξ αυτών απευθυνάντων εξωδίκους επιστολιμαίας απαντήσεις, των δε αποδιδομένων αυτοίς παραπτωμάτων επισυρόντων κατά κληρικών δραστών καθαίρεσιν, επελήφθημεν ως αρμόδιοι βάσει του σχηματισθέντος φακέλλου.

Εισί δε ονομαστικώς οι εις ακρόασιν και παροχήν εξηγήσεων κληθέντες, οι εις την Ιεράν Μονήν Εσφιγμένου εγκαταβιούντες αντικανονικώς και είτε ουδόλως προσελθόντες, είτε απαντήσαντες και εμμένοντες εις το σχίσμα, την αντιποίησιν των εσφιγμενιτών μοναχών, και αβασίμως δικαιολογούντες πάσας τας αντικανονικάς πράξεις αυτών οι κάτωθι :

1. Μεθόδιος (Ματθαίος Παπαλαμπρακόπουλος), 2. Γρηγόριος (Γεώργιος Πολυχρονίου), 3. Γερόντιος (Γεώργιος Σμοίλης), 4. Αρσένιος (Αθανάσιος Τσιότρας), 5. Νεκτάριος (Μάρκος Βαρθαλίτης), 6. Νικόδημος (Νικόλαος Μουλάη), 7. Σάββας (Σπυρίδων Βαρβαρήγος), 8. Αθανάσιος (Κωνσταντίνος Αθανασάκος), 9. Λουκάς (Λεωνίδας Μιχαλές), 10. Ονούφριος (Ιουλιανός Σουσανιάν), 11. Ιωσήφ (Ιωάννης Κολιαδήμας), 12. Κλεόπας (Κωνσταντίνος Μιχαλές), 13. Πανάρετος (Παντελεήμων Βέργος), 14. Κυριακός (Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος), 15. Γερμανός (Γεώργιος Λεούσης), 16. Εφραίμ (Ευάγγελος Σαρλάνης), 17. Ιγνάτιος (Ιωάννης Θειακός), 18. Γαλακτίων (Φίλιππος Τσαγάκης), 19. Τιμόθεος (Παναγιώτης Ηλιάδης), 20. Διονύσιος (Κωνσταντίνος Ρουμπεγλής), 21. Γαβριήλ (Στυλιανός Δελληγιάννης), 22. Θεόκλητος (Θωμάς Γερμανός), 23. Αγαθάγγελος (Κωνσταντίνος Παπαλαμπρακόπουλος), 24. Αντύπας (Κωνσταντίνος Αβραάμ), 25. Θεολόγος (Θεόδωρος Τάκας), 26. Παρθένιος (Παναγιώτης Παππάς), 27. Παΐσιος (Τρύφων Κορομπίλιας), 28. Νεόφυτος (Ιωάννης Σιδηρόπουλος), 29. Βαρνάβας (Βασίλειος Χαμαλίδης), 30. Σεραφείμ (Κωνσταντίνος Λάμαρης), 31. Μάξιμος (Εμμανουήλ Κιαγιάς), 32. Ευθύμιος (Ευάγγελος Κουκούλης), 33. Χαρίτων (Χρήστος Σιδηρόπουλος), 34. Κοσμάς (Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου), 35. Στέφανος (Σπυρίδων Βοτζάκης), 36. Δαμιανός (Κωνσταντίνος Τσιότρας), 37. Κυπριανός (Κοσμάς Μαχαιρίδης), 38. Ιάμβλιχος (Ιωάννης Μαγγανάρης), 39. Νείλος (Νικόλαος Μπέγκος), 40. Χρυσόστομος (Χαρίτων Τσουλφάς), 41. Παύλος (Παναγιώτης Μυρίδης), 42. Μακάριος (Γρηγόριος Φουσιέκης), 43. Γεράσιμος (Γεώργιος Μπάλλας), 44. Λάζαρος (Πασχάλης Γκαμαράζης), 45. Αθανάσιος (Σωτήριος Συγκούνας), 46. Κυριακός (Κωνσταντίνος Σκαπινάκης), 47. Βασίλειος (Δημήτριος Βατσικούρας), 48. Μάξιμος (Μιχαήλ Συνοδινός), 49. Μιχαήλ (Πέτρος Νεονάκης), 50. Χριστοφόρος (Γεώργιος Ζάχαρης), 51. Συμεών (Δράγαν Τσόλιτς), 52. Αχίλλιος (Αναστάσιος Πασπαλάς), 53. Φιλάρετος (Μάρκος Ρούμογλου), 54. Χαράλαμπος (Χρήστος Σαμιώτης), 55. Διομήδης (Δημήτριος-Στυλιανός Βλαχάκης), 56. Γεννάδιος (Γεώργιος Σαϊνίδης), 57. Ανδρέας (Αδαμάντιος Δελληγιάννης), 58. Καλλίνικος (Κωνσταντίνος Χαραλάμπους), 59. Ματθαίος (Μιχαήλ Ρούσσης), 60. Αμβρόσιος (Αθανάσιος Τσαρίδης), 61. Αυξέντιος (Αντώνιος Γιουσμάς), 62. Ισίδωρος (Ιωάννης Ταχτσίδης), 63. Μελχισεδέκ (Ευστράτιος Ψώμος), 64. Ισαάκ (Χαρίδημος Ψώμος), 65. Ευστράτιος (Παντελής Κοσμάς),66. Ευγένιος (Γεώργιος Ασλανιδης), 67. Ανατόλιος (Αθανάσιος Καταφυγιώτης), 68. Πορφύριος (Κωνσταντίνος Πιτιακούδης-Λιακούδης), 69. Σάββας (Στέφανος-Δράγαν Μπούνιτς), 70. Διονύσιος (Πέτρος Παπαϊωάννου), 71.Γρηγόριος (Μιλτιάδης Παπαϊωάννου), 72.Ιακώβ (Παναγιώτης Ψώμος), 73. Θεόφιλος (Κωνσταντίνος Χατζηκιρλής), 74. Κύριλλος (Κωνσταντίνος Νικολιδάκης), 75. Αβραάμ (Γεώργιος Ψώμος), 76. Ιωαννίκιος (Ιωάννης Μυρίδης), 77. Κωνσταντίνος (Κυριακός Τσολάκης), 78. Δόκιμος Λεωνίδας Σταράκας, 79.Ησαίας (Ηρακλής Αναγνωστάκης), 80. Λάζαρος (Φίλιππος Παπαδόπουλος), 81. Αβερκιος (Αθανάσιος Χαβιάρας), 82. (Μερκούριος) (Μαρκιανός Κεφαλλωνίτης), 83. Μηνάς (Αθανάσιος Σαμαράς), 84. Σάββας (Σταύρος Αντύπας), 85. Καλλίνικος (Αθανάσιος Θεοδοσίου), 86. Αθανάσιος (Μάρκος Παπανικολάου), 87. Τρύφων (Ανάργυρος Μπογδανόπουλος), 88. Χρύσανθος (Παύλος Κουτσολιάκος), 89. Δαμιανός (Δημήτριος Κωνσταντινίδης), 90. Κοσμάς (Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης), 91. Ανδρέας (Νικόλαος Νταγκίνης), 92. Ευθύμιος (Ιωάννης Παλατιανάς), 93. ʼνθιμος (Αναστάσιος Αποστολίδης).

Εκμελετήσαντες δε επισταμένως μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ως δικαστήριον συγκροτηθείσης, πάντα τα εν τω φακέλλω έγγραφα, και τας εν αυτώ μαρτυρίας, και διασκεφθέντες Συνοδικώς ως δικαίαν δικαστικήν κρίσιν μέλλοντες εξενεγκείν, αποφαινόμεθα, μετ' επίκλησιν του Παναγίου Πνεύματος, ομοφώνω διαγνώμη της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ότι αποδέδεικται ότι, πάντες οι αναφερόμενοι εις την ως άνω κατάστασιν, ως και πας τυχόν μη αναφερόμενος ονομαστικώς εις αυτήν, πλην δηλούμενος η αποδεικνυόμενος ως ανήκων εις την εν λόγω απηγορευμένην αδελφότητα:

1.- Υπέπεσαν τω του σχίσματος παραπτώματι, διότι διέκοψαν πάσαν πνευματικήν κοινωνίαν και εκκλησιαστικήν σχέσιν τόσον μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσον και μετά πασών των μετ' αυτού κοινωνουσών Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσον και μετά πασών των εν Αγίω Όρει Ιερών Μονών, ανέπτυξαν δε εκκλησιαστικάς σχέσεις και ήλθον εις πνευματικήν κοινωνίαν μετά διαφόρων άλλων κεκηρυγμένων η μη ως εξωεκκλησιαστικών ομάδων, ως τούτο καταφαίνεται ου μόνον εκ της διακοπής της μνημονεύσεως εν ταις ιεραίς ακολουθίαις του κατά την τάξιν και τον Καταστατικόν Χάρτην του Αγίου Όρους μνημονευτέου ονόματος ημών, αλλά και εκ του ότι ουδ' απλήν συμπροσευχήν δέχονται μετά των εν τη Ιερά Κοινότητι Αντιπροσώπων των λοιπών Αγιορειτικών Ιερών Μονών, ου ένεκα και απέχουσι των συνεδριάσεων αυτής.

2.- Υπέπεσαν εις το παράπτωμα της συμπήξεως εν Αγίω Όρει απηγορευμένης ιδιαιτέρας αδελφότητος, μη τελούσης εν κοινωνία μετά των αδελφοτήτων των λοιπών Ιερών Μονών και μη αποτελούσης νόμιμον και κανονικήν αδελφότητα της ην παρανόμως και κατά παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους κατέχουσιν Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, ως τούτο καταφαίνεται ιδία εκ του γεγονότος ότι εις ουδεμίαν πνευματικήν ουδ' απλήν διοικητικήν σχέσιν τελούσι μετά των λοιπών εν Αγίω Όρει Ιερών Μονών εναβρυνόμενοι επί τω ότι, ως ισχυρίζονται, μόνον ούτοι κατέχουσι την ακραιφνή και ανόθευτον Χριστιανικήν Ορθόδοξον αλήθειαν και πίστιν και μόνον ούτοι και οι ακολουθούντες αυτούς συνιστώσι την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.

3.- Διεξάγουσιν απηγορευμένον προσηλυτισμόν και προπαγάνδαν εν Αγίω Όρει και εκτός αυτού δια προφορικού και εντύπου λόγου υπέρ των πεπλανημένων δοξασιών αυτών.

Δια πάντων δε των παραπτωμάτων αυτών τούτων έχουσι δημιουργήσει κατάστασιν αυθαδείας κατά τε των Αγιορειτικών Αρχών και κατά του εις ον υπάγεται πνευματικώς όλον το ʼγιον Όρος Αρχιερέως, αλλά και κατά του όλου μοναχικού και πολιτειακού συστήματος διοικήσεως του Αγίου Όρους, αντιποιούμενοι τας ιδιότητας των μελών και των οργάνων διοικήσεως της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, και δη χωρίς να εκπληρώσι τα καθήκοντα των ιδιοτήτων, τας οποίας ισχυρίζονται ότι έχουσιν ως κατά τους ισχυρισμούς αυτών Αγιορείται μοναχοί και, επίσης κατά τους ισχυρισμούς αυτών, εσφιγμενίται μοναχοί. Παρ' όλον δε ότι ως σχισματικοί δεν δικαιούνται να εγκαταβιώσιν εις ουδέν των εν Αγίω Όρει μοναστικών καθιδρυμάτων η εξαρτημάτων αυτών, ούτοι ου μόνον εγκαταβιούσιν, αλλά και καρπούνται των εισοδημάτων της περιουσίας και των επιχορηγήσεων της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, διοικούντες εν τοις πράγμασιν αυτήν, καίπερ μη έχοντες τας απαιτουμένας προς τούτο ιδιότητας και εμποδίζοντες πάσαν νόμιμον των μοναστικών και πολιτειακών αρχών ενέργειαν απαιτουμένην προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτών.

Τούτοις ακολούθως, ομοφώνω διαγνώμη της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου ως δικαστήριον κρινούσης αποφαινόμεθα μετά πολλής της πατρικής οδύνης, ότι άπαντες οι ειρημένοι εισίν αμετανόητοι σχισματικοί, σχίζοντες την Εκκλησίαν του Χριστού εις τμήματα και ως τοιούτοι υπόκεινται τοις κανονικοίς επιτιμίοις τοις προβλεπομένοις κατά τα προειρημένα τοις σχισματικοίς, τουτέστι τη καθαιρέσει οι εκ τούτων όντες τυχόν κληρικοί, τη ακοινωνησία οι εκ τούτων μοναχοί η λαϊκοί και επιπροσθέτως τη απελάσει από του Αγίου Όρους και τη αφαιρέσει απ' αυτών παντός εγγράφου εκδεδομένου ίνα αποδεικνύη την Αγιορειτικήν ιδιότητα αυτών και την ελευθέραν είσοδον και εγκαταβίωσιν αυτών εν Αγίω Όρει.

Επειδή τοίνυν τοιούτοι καταφρονηταί των τε Ιερών Κανόνων, των τε Αγιορειτικών Καθεστώτων και της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατεδείχθησαν οι ειρήμενοι, σχισματικήν συμπήξαντες εν Αγίω Όρει αυτοτελή και μη υποκειμένην τοις Αγιορειτικοίς ορισμοίς αδελφότητα και στρηνιάσαντες και υψηλοφρονήσαντες απέσχισαν εαυτούς της μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας κοινωνίας, ως και της μετά του ιδίου αυτών Επισκόπου τοιαύτης, έτι δε και προσηλυτίζουσιν εις την εαυτών πλάνην τους απλουστέρους των εν Αγίω Όρει ασκουμένων και επισκεπτών, η Μετριότης ημών μετά των περί ημάς Ιερωτάτων Μητροπολιτών και υπερτιμών, των εν Αγίω Πνεύματι αγαπητών αδελφών και συλλειτουργών, περί των τοιαύτην αυθάδη και αντιπειθαρχικήν, σχισματικήν και ψυχώλεθρον δι' εαυτούς τε και δια το πλήρωμα της Εκκλησίας επιδειξαμένων συμπεριφοράν, έγνωμεν ομοφώνως, συνωδά τοις προδιαληφθείσιν ιεροίς Κανόσι και Αγιορειτικοίς Καταστατικοίς ορισμοίς, καθυποβαλείν αυτούς τη εσχάτη ποινή, ήτις εστί δια μεν τους εξ αυτών όντας τυχόν κληρικούς η καθαίρεσις από του ιερατικού βαθμού και η επαναγωγή αυτών εις την εξ ης προέρχονται τάξιν του λαϊκού η μοναχού, δια δε τους εξ αυτών λαϊκούς η μοναχούς, η μέχρι της ειλικρινούς μετανοίας και επανόδου αυτών εις την κανονικήν Εκκλησίαν ακοινωνησία αυτών, ως τω σχίσματι υποπεσόντων, ποιναί αίτινες συνεπάγονται αυτοθρόως δι' άπαντας την από του Αγίου Όρους απομάκρυνσιν και την στέρησιν παντός εγγράφου σκοπούντος όπως βεβαιώση ιδιότητα αυτών ως Αγιορειτών, δυναμένων εισέρχεσθαι και εγκαταβιούν εν Αγίω Όρει.

Εφ' ω και εν Αγίω Πνεύματι αποφαινόμεθα όπως οι ειρήμενοι δια τα ως άνω αντικανονικά και αντιπειθαρχικά και ψυχοφθόρα ανομήματα αυτών και την αμετανόητον εν αυτοίς εμμονήν αυτών υπάρχωσιν οι μεν εξ αυτών τυχόν κληρικοί από του νυν σχισματικοί και καθηρημένοι από του ιερατικού βαθμού και πάσης χάριτος και ενεργείας ιερατικής απογεγυμνωμένοι, απλοί λαϊκοί η μοναχοί, κατά περίπτωσιν, εφεξής όντες και ως τοιούτοι παρά πάντων γνωριζόμενοι, οι δε εξ αυτών λαϊκοί η μοναχοί, σχισματικοί και ακοινώνητοι και παρά πάντων ως τοιούτοι γνωριζόμενοι, έως ου μετανοήσουσι και καρπούς αξίους της μετανοίας επιδείξουσι.

Μηδείς δε μήτε των από του ιερού κλήρου τολμήση ποτέ συμφορέσαι αυτοίς η συγκοινωνήσαι η συνιερουργήσαι, μήτε των λαϊκών η μοναχών τις ως κληρικούς η εσφιγμενίτας μοναχούς δέξηται η τιμήση η την αυτών ασπάσηται δεξιάν και ευλογίαν παρ' αυτών εκζήτηση εν βάρει άλλως ων αργίας ασυγγνώστου και ακοινωνησίας μέχρι μετανοίας και εκζητησεως και λήψεως του ελέους και της συγχωρήσεως παρά της Αγίας ημών Εκκλησίας, της επιβαλλούσης τα επιτίμια ταύτα τοις κοινωνούσι τοις ειρήμενοις σχισματικοίς.

Επί τούτω δε, εις ένδειξιν εγένετο η παρούσα Πατριαρχική ημών και Συνοδική Πράξις, καταστρωθείσα μεν και υπογραφείσα εν τώδε τω Ιερώ Κώδικι της καθ' ημάς Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εν ίσω δε και απαραλλάκτω αποσταλείσα τη Ιερά Κοινότητι του Αγίου Όρους δια την τακτικήν έπ' εκκλησίας αναγνώσιν και εκτέλεσιν και κατάθεσιν εν τοις αρχείοις αυτής.

Εν έτει σωτηρίω ,ββ΄κατά μήνα Δεκέμβριον, τη ιδ' αυτού,

Επινεμήσεως ΙΑ'



Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος αποφαίνεται Β.
Ο Εφέσου Χρυσόστομος
Ο Δέρκων Κωνσταντίνος
Ο Μετρών και Αθύρων Θεόκλητος
Ο Πριγκηπονήσσων Ιάκωβος
Ο Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος
Ο Μοσχονησίων Απόστολος
Ο Ηρακλείας Φώτιος
Ο Θεοδωρουπόλεως Γερμανός
Ο Ίμβρου και Τενέδου Κύριλλος
Ο Σεβαστείας Δημήτριος
Ο Μύρων Χρυσόστομος
Ο Ικονίου Θεόληπτος

Κατεβάστε το PDF