18.6.18

Ιερέας και Ιερωσύνη. Ομιλία καθηγούμενου Μ.Εσφιγμένου στη Μητρόπολη Πρεβέζης

Στην κεντρική αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως Πρεβέζης στις 18-06-2018 και ώρα 10:00 πραγματοποιήθηκε η μηνιαία Ιερατική Σύναξη των κληρικών της Μητροπόλεως με ομιλητή τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Βαρθολομαίο, Καθηγούμενο της Ι.Μ. Εσφιγμένου Αγίου Όρους, με θέμα: «Ιερέας και Ιερωσύνη».



Στην ομιλία του είπε:

Είναι μεγάλη ευλογία για τον ιερέα να βρεθεί κοντά σε έναν άνθρωπο αρετής, τον πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή του, ο οποίος με αγάπη θα τον διδάσκει εμπράκτως, με την ίδια του την ζωή, το πώς πρέπει να ζει ο ιερέας, το πώς πρέπει να κινείται σε όλες τις φάσεις της ιερατικής του διακονίας. Βιώνει πραγματικά, τότε μόνο, το μεγαλείο της Ιερωσύνης, νιώθοντας την αναξιότητά του, αλλά και το μέγεθος της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο.


Με ποιον τρόπο μπορεί ο ιερέας καθ' όλη την ιερατική του πορεία να αντισταθεί, ώστε να μην πέσει στον πειρασμό της «εξοικείωσης» και να σταθεί στο ύψος του;

Στον πνευματικό αγώνα υπάρχει και η πτώση, υπάρχει όμως και η αντίσταση και η ανάσταση από την πτώση. Η προσπάθεια είναι συνεχής γιατί και τα βέλη του εχθρού είναι συνεχή. Συνεπώς, ο ιερέας θα πρέπει να έχει στον λογισμό και την σκέψη του διαρκώς την ενθύμηση τής δωρεάς του Θεού.

Και κατέληξε:

Η Εκκλησία είναι ο πνευματικός χώρος, στον οποίο καλείται ο ιερέας να διακονεί θυσιαστικά τον άνθρωπο, να του παρέχει λύσεις στα αδιέξοδα, δείχνοντάς του την αλήθεια, γεμίζοντάς τον με φως και καλώντας τον να σηκώσει τον σταυρό του, αυτόν τον σταυρό, τον οποίο πρώτος σήκωσε στους ώμους Του ο Χριστός.

Ο Τίμιος Σταυρός είναι ο ασφαλής δρόμος. Είναι ο δρόμος που πρώτος τον διάβηκε ο Χριστός. Είναι ο δρόμος της θυσιαστικής αγάπης που εκούσια ακολουθεί ο ιερέας, έχοντας αυτή την αγάπη μέσα του, ως παρακαταθήκη, η οποία στηρίζει τον ίδιο, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος στηρίζει τον πιστό λαό του Θεού, οδηγώντας με ασφάλεια στην Ανάσταση.

Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος ευχαρίστησε τον ομιλητή για την εξαιρετική παρουσίαση του θέματος.




Σεβασμιώτατε,
άγιοι πατέρες και αδελφοί.

Με πολλή χαρά δέχθηκα την πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου να βρεθώ εδώ, κοντά σας, στην ευλογημένη και ιστορική περιοχή της Πρεβέζης, τον τόπο των Αγίων και των Ηρώων. Μεγαλύτερη όμως τιμή, συνάμα και ευθύνη, νιώθω για την εμπιστοσύνη που δείχνει στο πρόσωπό μου ο Σεβασμιώτατος καλώντας με να βρεθώ εδώ, ενώπιον όλων των ιερέων της Μητροπόλεως, για να απευθύνω λόγο αγάπης στην αγάπη όλων, μιλώντας για κάτι κοινό, για την κοινή δωρεά που επιφύλαξε ο Πανάγαθος Θεός σε καθένα μας, την ιερωσύνη. Ήρθα, λοιπόν, σαν ταπεινός συλλειτουργός σας και όχι ως διδάσκαλος, να μοιραστώ μαζί σας, όχι την γνώση, γιατί η Ιερωσύνη είναι μυστήριο και δεν γνωρίζεται, παρά μόνο αποκαλύπτεται, αλλά τις εμπειρίες που έχουν σημαδέψει την ζωή μου μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα των 27 ετών στο Άγιο Όρος.

Είναι μεγάλη ευλογία για τον ιερέα να βρεθεί κοντά σε έναν άνθρωπο αρετής, τον πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή του, ο οποίος με αγάπη θα τον διδάσκει εμπράκτως, με την ίδια του την ζωή, το πώς πρέπει να ζει ο ιερέας, το πώς πρέπει να κινείται σε όλες τις φάσεις της ιερατικής του διακονίας. Βιώνει πραγματικά, τότε μόνο, το μεγαλείο της Ιερωσύνης, νιώθοντας την αναξιότητά του, αλλά και το μέγεθος της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Χωρίς καθοδηγητή, στα πρώτα του ιδίως βήματα, ο Ιερέας κινδυνεύει να οδηγηθεί σε λάθος μονοπάτια.

Η ευθύνη τότε δεν βαραίνει μόνο τον χειροτονούντα Αρχιερέα, αλλά ακόμη περισσότερο τον ίδιο τον ιερέα, ο οποίος οφείλει να αναζητά συνεχώς πνευματική ενίσχυση και βοήθεια, τόσο από τον αρχιερέα του, όσο και από  έμπειρους πνευματικά αδελφούς.

Ο πνευματικός αγώνας κάθε Χριστιανού, πόσο μάλλον του Ιερέα, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, είναι ο αγώνας κατά των λογισμών του. Οι λογισμοί είναι αυτοί, οι οποίοι, όσο περισσότερη σημασία τους δίνει κανείς, τόσο είναι σε θέση να καθορίζουν την πορεία της ζωής του, ακόμη και να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του. Οι λογισμοί που σπέρνονται στο μυαλό του ανθρώπου από τον διάβολο δεν καταπολεμούνται, παρά μόνο με άλλους λογισμούς. Με θετικούς λογισμούς, δηλαδή, οι οποίοι θα απομακρύνουν τους πειρασμικούς λογισμούς.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο ιερέας, ως άνθρωπος, έχει και αυτός τον ίδιο αντίπαλο που τον πολεμά συνεχώς. Έχει εφόδια, όμως, πανίσχυρα, με τα οποία μπορεί να αντισταθεί σε κάθε ενέργεια του διαβόλου. Το πρώτο και κορυφαίο εφόδιο είναι η πίστη στον Θεό! Μόνο αυτό αρκεί για να καλύψει όλα τα κενά και τις ανθρώπινες αδυναμίες, εξαφανίζοντας κάθε πειρασμική ενέργεια. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ο άνθρωπος γενικά «ξεχνιέται» και την δύσκολη στιγμή «ξεχνά» τα όπλα, που έχει στην κατοχή του, για να τα χρησιμοποιήσει, με αποτέλεσμα την εύκολη πτώση του. Για τον ιερέα, επιπλέον, αυτό που τον πολεμά και από το οποίο κινδυνεύει συνεχώς είναι η «εξοικείωση». Λόγω της καθημερινότητας εξοικειώνεται ο ιερέας με το ιερό θυσιαστήριο, τις ακολουθίες, ακόμη και με το σχήμα του. Οι κίνδυνοι τότε είναι πολλοί και λόγω της ιδιότητός του κινδυνεύει να συμπαρασύρει πολλούς πιστούς, οι οποίοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον ρασοφόρο, αλλά και να δημιουργήσει πρόβλημα στην Εκκλησία.

Με ποιον τρόπο μπορεί ο ιερέας, καθ΄ όλη την ιερατική του πορεία, να αντισταθεί, ώστε να μην πέσει στον πειρασμό της «εξοικείωσης» και να σταθεί στο ύψος του; Στον πνευματικό αγώνα υπάρχει η πτώση, υπάρχει, όμως, και η αντίσταση και η ανάσταση από την πτώση. Η προσπάθεια είναι συνεχής, γιατί και τα βέλη του εχθρού είναι συνεχή. Συνεπώς, ο ιερέας θα πρέπει να έχει στον λογισμό και την σκέψη του διαρκώς την ενθύμηση τής δωρεάς του Θεού στον ίδιο. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης του πειρασμού του. Στην συνέχεια, δημιουργεί λογισμούς ο ίδιος, για να παλέψει τους λογισμούς, που του δημιουργεί ο πειρασμός. Αυτό μπορεί να το πετύχει μέσω ερωτημάτων που θέτει στον εαυτό του, τα οποία λειτουργούν σαν υπενθύμιση και σαν ασπίδα προστασίας για τον ίδιο.

Αναφέρω χαρακτηριστικά ορισμένα από αυτά:
-Πώς είναι δυνατόν από ένας απλός άνθρωπος να καθίσταμαι μυστηριωδώς λειτουργός του Υψίστου;
-Μπορώ να κατανοήσω την ευθύνη που αναλαμβάνω;
-Μπορώ ταυτόχρονα να κατανοήσω και την ευλογία που δέχομαι;
-Συνειδητοποιώ ότι αξιώνομαι να πιάσω στα χέρια μου τον Ίδιο τον Χριστό;
-Νιώθω ότι η ιδιότητα του ιερέως είναι ταυτόχρονα και ιδιότητα Πατέρα;
-Γνωρίζω τι σημαίνει Πατέρας;
Αυτά τα ερωτήματα έχοντας στον νου του καθημερινά μπορεί να κρατά αναμμένη την φλόγα, που άναψε κατά την ημέρα της χειροτονίας του.

Ο αείμνηστος, κοινός με τον Σεβασμιότατο, πνευματικός μας πατέρας, Γέροντας Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τι σημαίνει ιερέας μας έλεγε πάντα: «ο ιερέας κατά την ημέρα της χειροτονίας του είναι η λαμπάδα που ανάβει έμπροσθεν του θυσιαστηρίου. Το φως της λαμπάδας φωτίζει πλέον το θυσιαστήριο και τον λαό του Θεού. Η δε φλόγα συντηρείται από την ίδια την λαμπάδα, λειώνοντας το κερί». Με αυτήν την απλή παρομοίωση μάς ανέλυε την έννοια του ιερέα. Δηλαδή, ο ιερέας από την στιγμή της χειροτονίας του προσφέρει, όπως το κερί, θυσία τον εαυτό του στον Θεό και στον λαό του Θεού.

Η θυσία αυτή θέτει τις βάσεις και δίνει την κατεύθυνση, την οποία τηρώντας ο ιερέας, θα πορευθεί στην ιερατική του διακονία. Η βάση είναι η αγάπη. Χωρίς την αγάπη δεν υπάρχει θυσία. Συνεπώς η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο είναι η αφετηρία και η αφορμή να δεχθεί την κλήση από τον Θεό, ώστε να πορευθεί την θυσιαστική και κοπιώδη οδό του ιερέως.

Η ημέρα της χειροτονίας πρέπει να μένει χαραγμένη στην ψυχή του ιερέα και να την ζει καθημερινά. Κάθε φορά που θα εισέρχεται στο Άγιο Βήμα να είναι σαν την πρώτη φορά. Μπορούμε να σκεφθούμε, αδελφοί μου, εκείνη την ευλογημένη ημέρα, την ουράνια χαρά που νιώσαμε, η οποία προκάλεσε σίγουρα σε καθένα μας ρίγη συγκινήσεως και ροή δακρύων, όταν αυτό το Πανάγιο Πνεύμα κατέβηκε προσωπικά για εμάς, κατά την στιγμή της χειροτονίας μας, αναδεικνύοντάς μας σε λειτουργούς του Υψίστου;

Καθημερινά πρέπει να σκεφτόμαστε την στιγμή που μπροστά στην αγία Τράπεζα γονατίσαμε και ο αρχιερέας έβαλε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μας. Είναι δυνατόν να ξεχαστεί αυτή, η μοναδική στιγμή; Ο απλός άνθρωπος γίνεται ιερέας και από εκείνη την στιγμή προστίθεται ένας κρίκος στην αλυσίδα, που ονομάζεται αποστολική διαδοχή, συνέχεια, δηλαδή, των αποστόλων.

Μετά την χειροτονία και μετά την μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού ο Αρχιερέας δίνει στον νεοχειροτονηθέντα Πρεσβύτερο τον ήδη καθαγιασμένο Άρτο, αυτόν τον ίδιο τον Χριστό, και του λέγει: «Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην και φύλαξον αυτήν έως της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότε παρ' αυτού μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν». Αναλογίζεται κανείς την ευθύνη, ότι η Παρακαταθήκη που δίδεται από τον Αρχιερέα στον Πρεσβύτερο είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός; Αυτόν, τον Σεσαρκωμένο Λόγο οφείλει ο Ιερεύς να διαφυλάσσει μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας, κατά την οποία θα λογοδοτήσει για το κατά πόσον «διαφύλαξε» τον Χριστό. Η διατήρηση αυτής της σεσαρκωμένης Παρακαταθήκης είναι η διατήρηση της ομολογίας ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, η μετοχή στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα Του, η διαφύλαξη των δογμάτων, των ιερών Κανόνων και της όλης ζωής της Εκκλησίας και ο αγώνας για να ζει κανείς μέσα στην Εκκλησία, να συμμετέχει στην θεία Ευχαριστία και να είναι πραγματικό μέλος του Σώματος του Χριστού.

Γίνεται από τα ανωτέρω κατανοητή πλέον η ιδιότητα του ιερέως, ως κάτι ξεχωριστό στην ζωή του ανθρώπου, κάτι που στέκεται πιο ψηλά από αυτόν, ώστε να είναι στήριγμα, διδάσκαλος, παράδειγμα, φάρος φωτεινός μέσα στην ταραγμένη και σκοτεινή ζωή του. Η παρουσία του ιερέως σε κάθε φάση της ζωής του ανθρώπου είναι καταλυτική. Είναι μονίμως παρών από την γέννησή του μέχρι και την κοίμησή του, μεταφέροντας στον άνθρωπο με την σωματική του παρουσία και την διπλή του ιδιότητα, πρώτον, ως εκπρόσωπος του Θεού, ως φορέας της χάριτος, την παρουσία του ίδιου του Θεού στην ζωή του, και, δεύτερον, ως εκπρόσωπος του ανθρώπου προς τον Θεό, τις δεήσεις και ικεσίες του λαού του Θεού προς τον Θεό-Πατέρα.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε την ιδιότητα του ιερέως ως Πατέρα. Η έννοια του Πατέρα πηγάζει από τον Θεό-Πατέρα. Η αγάπη είναι η ιδιότητα του Θεού, την οποία έχει μεταφέρει και στον άνθρωπο κατά την στιγμή της δημιουργίας. Ο ιερέας ως Πνευματικός Πατέρας κυριαρχείται από την θυσιαστική αγάπη προς τα πνευματικά του παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι αγρυπνεί γι’ αυτά, μεριμνά, περιμένει την επιστροφή, αγκαλιάζει, παρηγορεί, σκουπίζει και γιατρεύει τις πληγές, νουθετεί, κατευθύνει, χαμογελά. Δεν μας θυμίζει αυτή η αγάπη τον Θεό και την αγάπη που δείχνει για τα παιδιά Του, η οποία φθάνει και μέχρι τον Σταυρό;

Αυτό περιμένει και το παιδί από τον πατέρα του, να νιώσει αυτήν την ασφάλεια και την στοργή, να μην φοβάται την πτώση, αλλά να γνωρίζει ότι ακόμη και να πέσει έχει κάτι σίγουρο να πιαστεί και να σηκωθεί, την αγάπη του Πατέρα. Αυτήν, την ασφάλεια, ο ιερέας παρέχει στα πνευματικά του παιδιά μέσα από το μυστήριο της εξομολόγησης, στο οποίο, σαν στοργικός πατέρας, αγκαλιάζει και αφουγκράζεται τον πόνο του παιδιού του, το παρηγορεί, καταβάλλει προσπάθεια να επουλώσει τις πληγές, κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Η πορεία πλέον είναι κοινή, ο πνευματικός πατέρας και το παιδί του πορεύονται μαζί σε έναν δρόμο που δεν τους χωρίζει ούτε ο θάνατος, αλλά οδηγεί στην Ανάσταση. Ο  πνευματικός διδάσκει με τον λόγο του, αλλά πολύ περισσότερο με την ίδια του την ζωή και το παράδειγμά του. Το παράδειγμα του πνευματικού είναι η αποκάλυψη της αλήθειας στα μάτια του πνευματικού παιδιού. Η καρδιά του πνευματικού εκπέμπει αγάπη, γαλήνη, σιγουριά, τα οποία προσλαμβάνει το πνευματικό παιδί άμεσα στην καρδιά του και του γίνονται βίωμα! Αυτό λέγεται καρδιακή σχέση!

Ο πνευματικός, όπως μεριμνά για την καθαρότητα της καρδιάς του άλλου, οφείλει να μεριμνά και για την καθαρότητα της δικής του καρδιάς. Παρατηρείται πολλές φορές μια λανθασμένη συνήθεια από ορισμένους ιερείς να μη θεωρούν απαραίτητη την εξομολόγηση για τον εαυτό τους. Μη γένοιτο αδελφοί μου! Ο ιερέας δεν παύει να είναι άνθρωπος, με τα βέλη του πειρασμού να είναι στραμμένα επάνω του περισσότερο, έτοιμα να του πληγώσουν την καρδιά, ώστε να μη μπορεί να μιλάει καρδιακά και να αποτύχει του σκοπού του. Επιτακτική η ανάγκη της εξομολόγησης για τον ιερέα. Η πατρική του καρδιά πρέπει να είναι πεντακάθαρη, να λάμπει από την ουράνια χάρη που έχει δεχθεί. Τότε μόνο μπορεί να μεταδώσει την αγάπη και την γαλήνη, που κρύβει μέσα η καρδιά του, την οποία και ο ίδιος βιωματικά έχει διδαχθεί.

Πώς μπορείς να μιλήσεις για αγάπη, όταν δεν έχεις βιώσει την αγάπη!
Πώς μπορείς να ειρηνεύσεις, αν δεν είσαι ειρηνικός!
Πώς μπορείς να μιλήσεις στην καρδιά του άλλου, όταν υποφέρει η καρδιά σου!
Όλη η σχέση του ιερέα με τον κόσμο είναι καρδιακή, στηρίζεται στην αγάπη και η αγάπη φωλιάζει σε καθαρή καρδιά.

Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από άγχος, πανικό, ταραχή. Αυτά οδηγούν τον άνθρωπο στην απομάκρυνση από τον Θεό, απομάκρυνση από το λιμάνι του. Η επιστροφή του είναι αδύνατη. Ο μόνος, που μπορεί να αντισταθεί στην κατάσταση, που επικρατεί και να επαναφέρει τον άνθρωπο στο λιμάνι του, στην πρώτη του κατάσταση, είναι ο ιερέας. Η ευθύνη του ιερέα στην σημερινή εποχή, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι πολύ μεγάλη. Καλείται  να γίνει το θεμέλιο της πίστης τώρα που κλονίζεται η πίστη των ανθρώπων. Καλείται μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα, που ζει ο άνθρωπος, να γίνει ο σίγουρος καπετάνιος, που με ασφάλεια θα οδηγήσει το πλοίο σε λιμάνι. Καλείται να γίνει το ηρεμιστικό φάρμακο, που θα ηρεμήσει τον πανικόβλητο και ταραγμένο άνθρωπο. Καλείται να γίνει η όαση μέσα στην έρημο, που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος στην ζωή του. Καλείται να γίνει ο συνομιλητής του, γιατί δεν έχει άνθρωπο να μιλήσει. Καλείται να γίνει πλησίον για να εξαφανίσει την μοναξιά που τον έχει κυριεύσει. Καλείται να γίνει άλλος Κυρηναίος, να του σηκώσει τον σταυρό, που δεν έχει την δύναμη να τον σηκώσει. Καλείται να γίνει το ορατό παράδειγμα, που θα του δίνει αφορμή για επανεκκίνηση στην ζωή του. Καλείται να του φέρει τον Χριστό πάλι στην ορφανή χωρίς Χριστό ζωή του.

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε την λεπτή θέση του ιερέα στην ζωή του ταλαιπωρημένου ανθρώπου και πόσο διακριτικά οφείλει να κινείται για να μη μεγαλώσει περισσότερο τις υπάρχουσες πληγές. Κάθε άνθρωπος είναι και ένας διαφορετικός κόσμος και χρειάζεται την δική του ιδιαίτερη μεταχείριση. Είναι λάθος μέγα να χρησιμοποιείται η ιερωσύνη ως μέσο για να επιβληθούμε δυναστικά στον άνθρωπο, νιώθοντας πολλές φορές -ο ιερέας- σαν ένας μικρός διοικητής, που εξουσιάζει τους υπηκόους του. Η ιερωσύνη είναι μυστήριο και όχι κοσμικό αξίωμα. Είναι θυσιαστική πορεία και όχι δυναστική εξουσία. Υπάρχει ασφαλώς στον χώρο της Εκκλησίας και το διοικητικό μέρος, αλλά διέπεται από πνευματικούς κανόνες οι οποίοι «ντύνουν» πνευματικά και τους κοσμικούς κανόνες, τους οποίους ορίζει ένα ευνομούμενο κράτος και οφείλει να ακολουθεί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ των πνευματικών και των διοικητικών ευθυνών, όλα να διέπονται από αγάπη και προς δόξαν Χριστού. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ενδιαφέρεται κάποιος μόνο για τα πνευματικά και να αδιαφορεί τελείως για τα διοικητικά και τα τρέχοντα ζητήματα. Θα βρεθεί σε αδιέξοδο και θα καλείται ο ίδιος να δώσει λύσεις. Το ίδιο συμβαίνει και αντιθέτως, αν ασχολείται μόνο με την διοίκηση και τον εξωραϊσμό, αμελώντας τα πνευματικά. Η μέση οδός είναι η πιο σίγουρη.

Η Εκκλησία είναι ο πνευματικός χώρος, στον οποίο καλείται ο ιερέας να διακονήσει θυσιαστικά τον άνθρωπο, να του παρέχει λύσεις στα αδιέξοδα, δείχνοντάς του την αλήθεια, γεμίζοντάς τον με φως και καλώντας τον να σηκώσει τον σταυρό του, αυτόν τον σταυρό τον οποίο πρώτος σήκωσε στους ώμους Του ο Χριστός. Ο Τίμιος Σταυρός είναι ο ασφαλής δρόμος. Είναι ο δρόμος, που πρώτος τον διάβηκε ο Χριστός. Είναι ο δρόμος της θυσιαστικής αγάπης, που εκούσια ακολουθεί ο ιερέας, έχοντας αυτήν την αγάπη μέσα του, ως παρακαταθήκη, η οποία στηρίζει τον ίδιο και ταυτόχρονα ο ίδιος στηρίζει τον πιστό λαό του Θεού, οδηγώντας με ασφάλεια στην Ανάσταση.