29.7.10

ΠΝΕΥΜΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΠΛΑΝΗΣ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Ὁμιλία Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Παντοκράτορος Ἀρχιμ. Γαβριὴλ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης, Κίσαμος 26-5-2010

Τὸ ἐνδιαφέρον ντοκυμαντὲρ τοῦ Νίκου Ἀναγνωστόπουλου «Εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι» ἀναφέρεται στὸ ζήτημα ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος τὰ τελευταῖα 38 χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποκοπὴ μιᾶς Ἁγιορειτικῆς Μονῆς καὶ συγκεκριμένως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν ὑπολοίπων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ στὴν συνέχεια στὴν προσπάθειαν τὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, τὸ Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, κατέβαλλαν γιὰ τὴν ἐπαναγωγὴ στὴν κανονικὴ τάξη.

Δὲν εἶναι στὶς προθέσεις μας νὰ περιγράψουμε τὴν ἱστορικὴ διάσταση τοῦ θέματος, τὶς ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος γιὰ ἐξεύρεση λύσεως καὶ τὴν πείσμονα ἄρνηση τῶν νῦν παρανόμως κατεχόντων τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Τὰ ζητήματα αὐτά, ἄκρως σοβαρὰ καὶ σημαντικά, ἔχουν ἀναπτυχθεῖ διεξοδικῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως.
Τοῦτο μόνον λέγομε ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς μέν, ἡ αὐτονόμηση ὁμάδος μοναχῶν καὶ μάλιστα Ἁγιορειτικῆς Μονῆς καὶ ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν τους, ἀποτελεῖ σχῖσμα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὀδυνηρὸν μὲν ἀλλ᾿ ὑπαρκτόν, καθὼς καὶ ἐμπλοκὴ στὸ διοικητικὸ σύστημα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Γέρων Χρυσόστομος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν ἱερὰ Ἀδελφότης δέχθηκαν νὰ ἀναλάβουν τὸ βάρος τῆς ἐπανεντάξεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου στὴν κανονικὴ τάξη, ἀποτελεῖ ἀξιομίμητο παράδειγμα θυσίας καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ αὐτονόμηση ὁδηγεῖ στὴν πλάνη ἐνῶ ἡ ὑπακοή, ἡ ὁποία συχνὰ εἶναι σταυρός, στὴ σωτηρία, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ».


Θὰ ἐπιθυμούσαμε λοιπὸν μέσα στὰ περιορισμένα πλαίσια τῆς ὁμιλίας μας νὰ διατυπώσουμε ὁρισμένες σκέψεις τόσο γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, δηλαδὴ στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς, ὅσο καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, δηλαδὴ στὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν ἀδελφῶν.

Ἡ διάκριση ἀληθείας καὶ πλάνης εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀναγκαία καὶ γιὰ ἕναν ἐπιπλέον λόγο: ἡ πλάνη συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ὁμοιάζει ἐξωτερικῶς μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων ἀναφέρει: «εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μεθοδείας τοῦ διαβόλου, νὰ παραλλάσσει ὕπουλα τὴν ἀλήθειαν μὲ τὴν πλάνη, χρωματίζοντάς την μὲ πολλὲς ἐξωτερικὲς ὁμοιότητες ὥστε νὰ κλέψει μὲ εὐκολία αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ εὔκολα νὰ ἐξαπατηθοῦν» . Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει ὅτι ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ μὲ μεθοδικότητα τὴν ὁμωνυμία διαφορετικῶν πραγμάτων γιὰ νὰ καλύψει τὶς παγίδες του.

Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἐξωτερικῆς ὁμοιότητας χρειάζεται προσοχὴ καὶ διάκριση. Ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο Πατέρα, ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας εἶναι μία, ἐνῶ οἱ ὁδοὶ τῆς ἀσεβείας πολλές, διότι «ἡ πλάνη [εἶναι κακὸν] ποικίλον καὶ πολυειδὲς καὶ συγκεχυμένον» . Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπανειλημένως προέτρεψε: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ» καὶ προειδοποίησε ὅτι «πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσιν πολλούς».

Γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸν μόνο ἀσφαλῆ καὶ ἔγκυρο ὁδηγὸ γιὰ τὴν διάκριση μεταξὺ τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης ἀποτελοῦν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ διδασκαλία καὶ τὰ ἔργα τους, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἁγία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας».
Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ἡ πείρα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι κύριο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ κριτήριο τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθείας, δηλαδὴ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ὑπακοὴ πρὸς τὴν παράδοση, πρὸς αὐτὸ δηλαδὴ τὸ ὁποῖο ἔχομε παραλάβει. Στὴν Ἐκκλησία δὲν αὐτοσχεδιάζομε. Τοῦτο διακηρύσσει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης ὅταν λέγει: «Ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης: Ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμέν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν. Ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν» (Α΄ Ἰω 4,6). Ὅταν δηλαδὴ ἀκοῦμε τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τοῦ Θεοῦ, τότε γνωρίζουμε τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν δὲν ἀκοῦμε, βρισκόμαστε στὴν πλάνη.
Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «πλάνη κακὴ ἡ ἀνυποταγή· ἡ δὲ ὑποταγὴ ἐν Κυρίῳ, σκέπη κραταιά. Ἀνὴρ ὑπερήφανος καὶ ἀνυπότακτος ὄψεται ἡμέρας πικράς, ὁ δὲ ταπεινόφρων καὶ ὑπομονητικὸς εὐφρανθήσεται ἐπὶ Κύριον διὰ παντός» . Μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος ὅτι ὅσο κακὸ εἶναι ἡ ἀνυποταγὴ, ἄλλο τόσο καλὸ εἶναι ἡ ὑποταγὴ ἐν Κυρίῳ. Αὐτὸ εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ λέξις «παράδοσις» προϋποθέτει ὅτι κάποιος «παραδίδει» καὶ κάποιος «παραλαμβάνει». Πρῶτος ὁ Χριστὸς παρέδωσε καὶ οἱ μαθηταί του παρέλαβον, καὶ ἐν συνεχείᾳ οἱ μαθηταὶ τῶν μαθητῶν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὑπακοὴ στὴν παράδοση σημαίνει ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ ὑποταγὴ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ὑπακοὴ στὴν παράδοση δὲν ἀποτελεῖ ἕναν τύπο στεγνὸ καὶ μία προσπάθεια γιὰ τὴν τήρηση τοῦ γράμματος, ἀλλὰ σχέση ζῶσα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του, καὶ κατὰ συνέπεια προϋποθέτει σχέση μαθητείας καὶ πνευματικῆς πατρότητος.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ἕνα δεύτερο κύριο γνώρισμα τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθείας, δηλαδὴ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους ὡς ζῶσα σχέση μαθητείας καὶ πνευματικῆς υἱότητος. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ λέξη «Ἐκκλησία» σημαίνει: συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξη «ἐπὶ τὸ αὐτό» , ἕνα σῶμα τὸ ὁποῖο ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό , ἐνῶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, εἰς τύπον καὶ τόπον αὐτοῦ εὑρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος . Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται διὰ μέσου τῆς κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα.

Ἀντιθέτως, τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης δημιουργεῖ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς δαίμονες, τὴν ὑποκρισία, τὸ ψεῦδος, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸ ἴδιον θέλημα . Ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες, κύριο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ ἡ ἀποκοπὴ καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει ὅτι ἡ πλάνη ὁδηγεῖ στὴν αὐτονόμηση, καὶ αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της στὴν ἀσέβεια, τὴν ἔλλειψη τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ ἑνότητα ἔρχεται μὲ τὴν ἀγάπη: «τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες».

Μὲ τὴν ἀγάπη συνδέεται ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ ἡ θεϊκὴ εἰρήνη ποὺ δίδει ὁ Χριστός. Λέγει ὁ Κύριος: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει... ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον... ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα... Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν».

Ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ πλέον ὁρατὸ γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ βαθιὰ εἰρήνη τὴν ὁποία ἔχουν μέσα τους καὶ τὴν μεταδίδουν σὲ ὅσους συναναστρέφονται ἐνῶ ἀντιθέτως τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης δημιουργεῖ φανατισμούς, ταραχὴ καὶ σύγχυση.

Κοιτώντας ἀναδρομικὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου ἀπὸ τὸ 1972 μέχρι σήμερα, διαπιστώνει κανεὶς μὲ λύπη ὅσα προαναφέρθησαν. Μία στείρα τυπολατρεία ὁδήγησε τοὺς τότε πατέρες τῆς Μονῆς νὰ ἀποκόψουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία καὶ τὸ σῶμα τοῦ συνόλου τῶν ὑπολοίπων Ἁγιορειτικῶν Μονῶν. Θεώρησαν ὅτι μόνον αὐτοὶ κατέχουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀρνήθηκαν νὰ ἀκούσουν τὶς πατρικὲς καὶ φιλάδελφες ἐκκλήσεις τῶν ἀδελφῶν τους γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν σωτήρια κοινωνία μὲ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγώντας ἔτσι τὸν ἑαυτό τους στὴν αὐτονόμηση καὶ τὴν πλάνη.

Τὸ τί ὠφείλουν νὰ πράξουν, φαίνεται καθαρὰ στὴν παρακάτω διήγηση. Στὸν βίο τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, στὴν Συρία τοῦ 5ου αἰῶνος, ἀναφέρεται ὅτι οἱ συνασκητές του ὅταν τὸν εἶδαν νὰ εἰσάγει τὴν πρωτοφανῆ γιὰ τὰ μέχρι τότε δεδομένα ἄσκηση ἐπάνω στὸν στῦλο, καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν ἐὰν ἦταν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἀποτέλεσμα πλάνης καὶ ἀλαζονίας, συμφώνησαν νὰ στείλουν ἀπεσταλμένους καὶ νὰ τοῦ εἰποῦν ὅτι οἱ πατέρες θεωροῦν ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάνεις δὲν εἶναι ἐκ Θεοῦ καὶ σὲ προτρέπουν νὰ κατέβεις ἀπὸ τὸν στῦλο. Ἐὰν κάνει ὑπακοὴ καὶ τοὺς ἀκούσει, τότε ἡ ἄσκησή του θὰ εἶναι ἐκ Θεοῦ, καὶ νὰ τὸν ἐπιτρέψουν νὰ τὴν συνεχίσει. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν μπροστὰ στὸν στῦλο, μόλις αὐτὸς ὁ ἀδάμας τοῦ πνεύματος ἄκουσε τὸν λόγον τῶν συνασκητῶν του, δίχως λεπτὸ νὰ ἀναλογισθεῖ τὶς οὐράνιες ἐμπειρίες καὶ ἀποκαλύψεις ποὺ εἶχε ἐπάνω στὸν στῦλο, θεώρησε τὴν φωνὴ τῶν ἀδελφῶν του ὡς φωνὴ Θεοῦ. Δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ ὑπάκουσε, καὶ δίχως νὰ ταραχθεῖ καθόλου, ἀμέσως ἄρχισε νὰ κατεβαίνει. Τότε οἱ πατέρες τοῦ εἶπαν ὅτι τώρα ἀληθῶς γνωρίσαμε ὅτι ἡ ἄσκησή σου εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἔργο ἀγάπης καὶ ταπεινώσεως καὶ εἶναι εὐλογημένο νὰ τὸ συνεχίσεις.

Βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀποκόπηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του οὔτε πίστεψε στὸν λογισμό του, ἀλλὰ ἀμέσως ὑπάκουσε στὴν Ἐκκλησία, θεωρώντας τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, καὶ τὴν φωνή τους ὡς φωνὴ Θεοῦ.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἐπίκαιρο ἕνα ἀπόφθεγμα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ὁ ὁποῖος λέγει:
«Γνωρίζω μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους ἔπεσαν καὶ ἔφθασαν νὰ χάσουν τὰ λογικά τους, διότι εἶχαν στηρίξει τὶς ἐλπίδες στὸ δικό τους ἔργο καὶ περιφρόνησαν τὴν ἐντολὴ ἐκείνου ποὺ εἶπε: "ἐπερώτησον τοὺς πατέρας σου καὶ ἀναγγελοῦσι σοι", δηλαδὴ ρώτησε τοὺς πατέρας σου καὶ θὰ σοῦ ποῦν».

Ὁ μακαριστὸς Γέρων Παΐσιος, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴν μοναχική του πορεία ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τὸ ἔτος 1950, καὶ διεκρίνετο γιὰ τὴν ψυχική του καθαρότητα καὶ ἁγνότητα, τὴν πολλή του ἀγάπη, τὴν βαθιὰ πίστη καὶ τὸ εἰρηνοποιό του πνεῦμα, λέγει τὰ ἀκόλουθα:
«Καὶ ἐμεῖς βέβαια ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ παλιὸ πᾶμε. Ἀλλὰ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ μ' αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ μ' αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ παλιὸ ἡμερολόγιο. Ἀναγνωρίζομε τὰ μυστήρια τους καὶ αὐτοὶ τὰ δικά μας. Οἱ ἱερεῖς τοὺς συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς ἱερεῖς μας. Ἐνῷ αὐτοὶ οἱ καημένοι ξεκόπηκαν. Οἱ περισσότεροι, καὶ εὐλάβεια ἔχουν καὶ ἀκρίβεια καὶ ἀγωνιστικότητα καὶ ζῆλο Θεοῦ. Μόνο ποὺ εἶναι ἀδιάκριτος, «οὐ κατ' ἐπίγνωσιν». Ἄλλοι ἀπὸ ἁπλότητα, ἄλλοι ἀπὸ ἀμάθεια, ἄλλοι ἀπὸ ἐγωισμό, παρασύρθηκαν. Θεώρησαν τὶς 13 μέρες θέμα δογματικὸ καὶ ὅλους ἐμᾶς πλανεμένους, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔχουν κοινωνία οὔτε μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ νέο, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ παλιό, γιατί δῆθεν μολύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς νεοημερολογίτες. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ ἔμειναν, ἔγιναν, δὲν ξέρω καὶ ἐγώ, πόσα κομμάτια. Καὶ ὅλο καὶ κομματιάζονται καὶ ἀλληλοαναθεματίζονται καὶ ἀλληλοαφορίζονται καὶ ἀλληλοκαθαιροῦνται. Δὲν ξέρεις πόσο ἔχω πονέσει καὶ πόσο ἔχω προσευχηθεῖ γι' αὐτὸ τὸ θέμα...».

Εὐχόμαστε οἱ προσευχὲς τοῦ ὁσίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἐσφιγμενίτου, οἱ πρεσβεῖες τῶν Ἐσφιγμενιτῶν Ἁγίων καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ ἡ προσευχητικὴ ἀποκαραδοκία ὅλων τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων νὰ φέρουν τὸ ποθούμενο, τὴν κανονικὴ ἐπαναλειτουργία τῆς Μοναστηριακῆς ζωῆς καὶ ἐντὸς τῆς Πανσέπτου Μονῆς τοῦ Ἐσφιγμένου.

Τὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο ἔχει ἀναλάβει ἡ Κανονικὴ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, συνεπικουρούμενη ἀπὸ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὴν Ἁγιορειτικὴ Κοινότητα καὶ τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.