Μεγάλη θαλασσοταραχή επικρατεί στην λίμνη της Τιβεριάδος, τα κύματα αγριεμένα, έτοιμα να κατασπαράξουν το πλοίο στο οποίο επέβαιναν οι μαθητές. Ο φόβος του πνιγμού ορατός, η απελπισία έχει κυριεύσει τις ψυχές τους. Τίποτα πλέον δεν τους σώζει.
Αυτόν τον φόβο έρχεται να τον αυξήσει και να τον μετατρέψει σε τρόμο η θέα μιας ανθρώπινης φιγούρας, να περπατά επάνω στα μανιασμένα κύματα. Ο τρόμος, μαζί με τον πανικό που επικρατούσε, έκανε τους μαθητές να φωνάξουν δυνατά, νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα.
Οι καρδιές όλων χτυπούν έντρομα, κινδυνεύουν να σπάσουν από την ένταση.
Τότε μέσα στην ταραχή, το σκοτάδι και τον πανικό ακούστηκε μια γλυκιά, γαλήνια, γνώριμη φωνή: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε».