Συμβούλιο της Επικρατείας - Τελεσίδικη Απόφαση απελάσεως καταληψιών από το Άγιον Όρος (736/2005)


Aριθμός 736/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 27 Μαΐου 2003, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ' Τμήματος, Δ. Πετρούλιας, Ε. Δανδουλάκη, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλοι, Δ. Γρατσίας, Η. Τσακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ' Τμήματος.

Για να δικάσει την από 13 Ιανουαρίου 2003 αίτηση:

του Μεθοδίου Εσφιγμενίτου, Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους, κατά κόσμον Ματθαίου Παπαλαμπρακοπούλου, κατοίκου της Ι. Μονής Εσφιγμένου, ʼγ. Όρος ʼθως, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ι. Καμτσίδου (Α.Μ. 1944 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που την διόρισε στο ακροατήριο,

κατά των: 1) Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος παρέστη με τον Μ. Απέσο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2) Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Σ. Φλογαΐτη (Α.Μ. 7043) και β) Δ. Καραγιαννακίδη (Α.Μ. 3550 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τους διόρισε με απόφασή της η Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους και κατά του παρεμβαίνοντος Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Φ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 80006), στον οποίο δόθηκε προθεσμία εννέα ημερών για την νομιμοποίηση του.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 4872/31/3 απόφαση του Αν. Διοικητή του Αγ. Όρους.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Η. Τσακόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους της Κοινότητας Αγίου Όρους, τον πληρεξούσιο του Πατριάρχη και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψη της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο, συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (γραμμάτια 345998, 728283/2003).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της υπ'αριθ. πρωτ. 1110/2002 πράξεως της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, κατά το μέρος που με αυτήν επεβλήθη στον αιτούντα, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, η εκκλησιαστική ποινή της καθαιρέσεως από τον ιερατικό βαθμό, β) της υπ' αριθ. πρωτ. Φ.2/34/2401/16.12.2002 πράξεως της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, κατά το μέρος που με αυτήν αποφασίσθηκε η κήρυξη της ομάδας «των προσώπων των κατεχόντων» την ως άνω μονή ως ιδιαιτέρας αδελφότητας απαγορευμένης κατά νόμον, η διάλυση της αδελφότητος αυτής και η απέλαση από το Αγιον Όρος του αιτούντος (καθώς και των λοιπών ως άνω προσώπων και γ) της υπ' αριθ. πρωτ. 4954/31/3/27.12.2002 αποφάσεως του Αναπληρωτή Διοικητή του Αγίου Όρους, με την οποία εκλήθη ο αιτών να συμμορφωθεί με την υπό στοιχείο (β) πράξη της Ιεράς Κοινότητος και να αναχωρήσει από το ʼγιον Όρος μέχρι την 28.1.2003.

3. Επειδή, υπέρ του κύρους της δεύτερης και τρίτης από τις προσβαλλόμενες πράξεις παρεμβαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ζητώντας την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως. Ο υπογράφων το αντίστοιχο δικόγραφο δικηγόρος εμφανίσθηκε κατά την συζήτηση της υποθέσεως, εδήλωσε ότι εκπροσωπεί τον παρεμβαίνοντα και εζήτησε και έλαβε από το Δικαστήριο προθεσμία για την νομιμοποίησή του. Εντός της προθεσμίας αυτής, όμως, δεν προσκομίσθηκε συμβολαιο-γραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας προς τον εν λόγω δικηγόρο. Συνεπώς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (Α 8), η ασκηθείσα παρέμβαση είναι αποριπτέα ως απαράδεκτη.

4. Επειδή,το νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους συγκροτείται από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Συντάγματος, του ν.δ. της 10/16.9.1926 και του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ). Το άρθρο 105 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «1. Η χερσόνησος του ʼθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ' αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική άποψη το ʼγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν σ' αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση. 2. Το Αγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του ʼθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο. Η διοίκηση του ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι αποτελούν την Ιερή Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών του Αγίου Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή τους εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο ʼγιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί. 3. Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορείτικων καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας τους γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων. 4. Η ακριβής τήρησης των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιαςτάξης και ασφάλειας. 5. Οι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από·το διοικητή, του οποίου τα δικαιώματα και καθήκοντα καθορίζονται με νόμο. Με νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική·εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η Ιερή Κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους». Το ν.δ. της 10/16.9.1926 (Α 309) ορίζει, στο άρθρο 1, τα εξής: «Κυρούται ο προσηρτημένος «Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους ʼθω» υπό χρονολογίαν 10 Μαΐου 1924, ψηφισθείς υπό της Εκτάκτου Διπλής Συνάξεως των αντιπροσώπων των είκοσιν Ιερών Μονών, και εγκριθείς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εφ όσον δεν αντίκειται προς τας ακολούθους διατάξεις». Το ίδιο νομοθετικό διάταγμα περιλαμβάνει διατάξεις περί της δικαστικής εξουσίας στο ʼγιον Όρος. Ειδικότερα, ορίζονται τα εξής : «Αρθρον 7. Η δικαιοσύνη εν Αγίω Όρει απονέμεται όσον αφορά τας εκκλησιαστικάς παραβάσεις και τας οριακάς ή εκ των ομολόγων οιασδήποτε διαφοράς υπό των Μοναστηριακών Συνάξεων και Γεροντιών, της Ιεράς Κοινότητος και Εξαρχίας του Οικουμενικού. Πατριαρχείου μετά της δισενιαυσίας Συνάξεως. Επί αδικημάτων του κοινού ποινικού νόμου, πλην των πταισμάτων, αρμόδια είναι τα εν Θεσσαλονίκη ποινικά δικαστήρια. Ουδείς δικάζεται ανήκουστος, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου ή ιερού κανόνος θεμελιούντος αυτήν, και ουδείς στερείται άκων του φυσικού αυτού δικαστού. ʼρθρον 8. Αι δικαστικαί αποφάσεις αι κατά το προηγούμενον άρθρον εκδιδόμεναι εκτελούνται διά διαταγής του εν Αγίω Όρει Διοικητού και διά των υπ' αυτόν οργάνων, συμπράττοντος ενός των επιστατών ... Ο πρωτεπιστάτης απαλλάσσεται της τοιαύτης συμπράξεως. Αι εκκλησιαστικού περιεχομένου ποιναί εκτελούνται άνευ παρεμβάσεως της κοσμικής αρχής, κοινοποιούνται όμως πάντοτε εις αυτήν. ʼρθρον 9. Η αγιορειτική δικαστική αρμοδιότης κανονίζεται ως ακολούθως : 1. Αι μοναστηριακαί συνάξεις και γεροντίαι κανονικώς συγκεκροτημέναι και προεδρευόμεναι δικάζουσι πρωτοδίκως : α) Πάντα τα εκκλησιαστικά και πειθαρχικά παραπτώματα των τε αδελφών της μονής και των εξαρτημάτων αυτής. β) Τας αστυνομικάς και αγορανομικάς παραβάσεις και τα πταίσματα τα εν περιφερεία της μονής διαπραττόμενα γ) Τας μεταξύ δύο εξαρτημάτων, της οικείας .μονής οριακάς .ή άλλας διαφοράς. 2. Η ιερά κοινότης δικάζει: Πρωτοδίκως: πάσας τας οριακάς μεταξύ των ιερών μονών διαφοράς, ως και τας μεταξύ μονής τινος και εξαρτήματος αυτής οιασδήποτε εκ των ομολόγων τοιαύτας, ως επίσης και τας μεταξύ εξαρτημάτων δύο ή πλειόνων μονών διαφοράς. Κατ' έφεσιν: Τας εφέσεις κατά των αποφάσεων των μοναστηριακών γεροντιών και συνάξεων. Τα εν Καρυαίς διαπραττόμενα πταίσματα δικάζονται υπό της ιεράς επιστασίας. 3. Αι εφέσεις κατά των αποφάσεων της Ιεράς Κοινότητος δικάζονται υπό της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου μετά της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου ... Ο Διοικητής παρακάθηται απαραιτήτως κατά τας συνεδριάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου, εκτελών χρέη επιτρόπου του νόμου ...». Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους περιέχει, στα άρθρα 41 έως 83, ρυθμίσεις για τα τακτικά δικαστήρια του Αγίου Όρους. Ειδικότερα, ο ΚΧΑΟ ορίζει τα εξής: «ʼρθρον 43. Ανώτατον νομοθετικόν και δικαστικόν σώμα εν Αγίω Όρει είναι η έκτακτος εικοσαμελής Σύναξις, αποτελουμένη εκ καθηγουμένων και προϊσταμένων των είκοσι ιερών μονών ... ʼρθρον 44. Ο σκοπός των εν Αγίω Όρει δικαστηρίων είναι η εκδίκασις των εκάστοτε αναφυομένων εν Αγίω Όρει οριακών ζητημάτων, η φρούρησις της μοναχικής πειθαρχίας και η τιμωρία των υποπιπτόντων εις παράπτωμα μοναχών εν γένει του Αγίου Όρους ... ʼρθρον 52. Των παραπτωμάτων, καθ' ων απειλείται η ποινή της καθαιρέσεως, αρμόδιον διά την εκδίκασιν δικαστήριον είναι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εις ο παραπέμπεται υπό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η δικογραφία, σχηματιζόμενη κατά τας γενικάς της διαδικασίας διατάξεις του παρόντος καταστατικού χάρτου ... ʼρθρον 58. Το δικαστήριον, υποβληθείσης περατωμένης δικογραφίας τινός, επιλαμβάνεται ταύτης και ... τάσσει ωρισμένην ημέραν εκδικάσεως καθ ην προσκαλείται εγκαίρως και εγγράφως ο κατηγορούμενος όπως εμφανισθή ... προς απολογίαν. Η εξακρίβωσις της εγκαίρου προσκλήσεως του κατηγορουμένου στηρίζεται επί αποδεικτικού επιδόσεως του κατηγορητηρίου εγγράφου, ενώ διατυπούνται η δι ην προσκαλείται να απολογηθεί κατηγορία και συγχρόνως, και ο χρόνος ακριβώς της εμφανίσεως αυτού ενώπιον του δικαστηρίου ...».

5. Επειδή, στην προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου γίνεται εκτενής αναφορά στους εκκλησιαστικούς κανόνες που ορίζουν το παράπτωμα του σχίσματος, προστίθεται ότι και ο προσηλυτισμός και η προπαγάνδα συνιστούν, κατά το άρθρο 83 του ΚΧΑΟ, πνευματικό παράπτωμα, γίνεται επίκληση των διατάξων των άρθρων 105 του Συντάγματος και 43, 52 και 83 του ΚΧΑΟ και, περαιτέρω, εκτίθεται ότι η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συγκροτηθείσα ως δικαστήριο, έκρινε τα εξής: Ο αιτών και τα λοιπά πρόσωπα που εγκαταβιούν στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου «1. Υπέπεσαν τω του σχίσματος παραπτώματι, διότι διέκοψαν πάσαν πνευματικήν κοινωνίαν και εκκλησιαστικήν σχέσιν τόσον μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσον και μετά πασών των μετ' αυτού κοινωνουσών Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσον και μετά πασών των εν Αγίω Όρει Ιερών Μονών, ανέπτυξαν δε εκκλησιαστικός σχέσεις και ήλθον εις πνευματικήν κοινωνίαν μετά διαφόρων άλλων κεκηρυγμένων ή μη ως εξωεκκλησιαστικών ομάδων, ως τούτο καταφαίνεται ου μόνον εκ της διακοπής της μνημονεύσεως εν ταις ιεραίς ακολουθίαις του κατά την τάξιν και τον Καταστατικόν Χάρτην του Αγίου Όρους μνημονευτέου ονόματος ημών, αλλά και εκ του ότι ουδ' απλήν συμπροσευχήν δέχονται μετά των εν τη Ιερά Κοινότητι Αντιπροσώπων των λοιπών Αγιορειτικών Ιερών Μονών, ου ένεκα και απέχουσι των συνεδριάσεων αυτής. 2. Υπέπεσαν εις το παράπτωμα της συμπήξεως εν Αγίω Όρει απηγορευμένης ιδιαιτέρας αδελφότητος, μη τελούσης εν κοινωνία μετά των αδελφοτήτων των λοιπών Ιερών Μονών και μη αποτελούσης νόμιμον και κανονικήν αδελφότητα της ην παρανόμως και κατά παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους κατέχουσιν Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, ως τούτο καταφαίνεται ιδία εκ του γεγονότος ότι εις ουδεμίαν πνευματικήν ουδ' απλήν διοικητικήν σχέσιν τελούσι μετά των λοιπών εν Αγίω Όρει ιερών Μονών εναβρυνόμενοι επί τω ότι, ως ισχυρίζονται, μόνον ούτοι κατέχουσι την ακραιφνή και ανόθευτον Χριστιανικήν Ορθόδοξον αλήθειαν και πίστιν και μόνον ούτοι και οι ακολουθούντες αυτούς συνιστώσι την Μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. 3. Διεξάγουσιν απηγορευμένον προσηλυτισμόν και προπαγάνδαν εν Αγίω Ορει και εκτός αυτού διά προφορικού και εντύπου λόγου υπέρ των πεπλανημένων δοξασιών αυτών ... Τούτοις ακολούθως ... αποφαινόμεθα ... ότι άπαντες οι ειρημένοι εισίν αμετανόητοι σχισματικοί ... και ως τοιούτοι υπόκεινται ... τη καθαιρέσει οι εκ τούτων όντες τυχόν κληρικοί, τη ακοινωνησία οι εκ τούτων μοναχοί ή λαϊκοί και επιπροσθέτως τη απελάσει από του Αγίου Όρους ...».

6. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 105 του Συντάγματος, που ρυθμίζουν το καθεστώς του Αγίου Όρους, κατανέμουν τις αρμοδιότητες διοικήσεως αυτού μεταξύ της Ιεράς Κοινότητος και του Διοικητή. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνον «από πνευματική άποψη» έχει υπό την άμεση δικαιοδοσία του το ʼγιον Όρος και μόνον «ως προς το πνευματικό μέρος» εποπτεύει την ακριβή τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μη εκδοθείσα κατ' ενάσκηση διοικητικής, κατ' άρθρο 105 του Συντάγματος, αρμοδιότητας, δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α' του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α 8) και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ' ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ασκείται δε κατά τα λοιπά παραδεκτώς (πρβλ. ΣτΕ 4/1996 επταμελούς). Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ε. Δανδουλάκη, η οποία υποστήριξε την εξής γνώμη: Ηεπιβολή σε κληρικό που εγκαταβιώνει σε ιερή μονή του Αγίου Όρους της εκκλησιαστικής ποινής της καθαιρέσεως από τον ιερατικό του βαθμό, λόγω του χαρακτηρισμού του ως σχισματικού, επιφέρει στον τιμωρούμενο διοικητικής φύσεως συνέπειες, διότι, μεταξύ άλλων, τον στερεί του δικαιώματος συμμετοχής στην εκλογή των μελών του συλλογικού οργάνου διοικήσεως του Αγίου Όρους, δηλαδή στην εκλογή των αντιπροσώπων των ιερών μονών που συγκροτούν την Ιερά Κοινότητα. Επομένως, η ποινή αυτή αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, που ελέγχεται από το ακυρωτικό δικαστήριο από την άποψη της τηρήσεως του πολιτειακού νόμου, δηλαδή των κανόνων δικαίου που διέπουν την έκδοση της. Κατ' ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, ασκείται παραδεκτώς και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Περαιτέρω, η τελευταία αυτή πράξη είναι, κατά την ίδια γνώμη, παράνομη, διότι εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να κληθεί ο αιτών προς απολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του ΚΧΑΟ και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.

7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεώς της, συνήλθε την 18.11.2002 και αποφάσισε να καλέσει τον αιτούντα και τους λοιπούς εγκαταβιούντες στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου προς παροχή εξηγήσεων. Τα κύρια σημεία της αποφάσεως αυτής (της οποίας το προοίμιο μνημονεύει περισσότερα των ογδόντα έγγραφα) έχουν ως εξής: «Η Ιερά Κοινότης ... Α. διασκεφθείσα επί της συμπεριφοράς της ομάδος των ενοικούντων εν τη Ιερά Μονή Εσφιγμένου ως ατόμων και από κοινού, είτε συσσώμως είτε διά των κατά καιρούς επί κεφαλής των είτε διά των εξ αυτών φερομένων ως τελούντων τα εκκλησιαστικά μυστήρια, από του 1972 και έως σήμερον, διαπιστώνει ότι εκ των ως άνω στοιχείων προκύπτει, ότι α) Ούτοι, έχοντες την κατοχήν μιας των κυριάρχων Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, απέκοψαν αυτήν διοικητικώς από του σώματος των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους μη συμμετέχοντες εις τα κοινά διοικητικά όργανα αυτών, μη αποστέλλοντες δηλονότι Αντιπρόσωπον εις την Ιεράν Κοινότητα,την Ιεράν Δισενιαύσιον Σύναξιν, την Ιεράν Επιστασίαν και την Έκτακτον Διπλήν Ιεράν Σύναξιν και γενικώς απέχοντες οιασδήποτε πράξεως από κοινού μετά των λοιπών Ιερών Μονών διοικήσεως του Ιερού ημών Τόπου, β) Απέκοψαν περαιτέρω την αυτήν κυρίαρχον Ιεράν Μονήν από της εκκλησιαστικής - πνευματικής κοινωνίας μετά των υπολοίπων Ιερών Μονών, αρνούμενοι οιανδήποτε συμμετοχήν εις τας κοινάς προσευχάς ή την από κοινού τέλεσιν μυστηρίων ή λοιπών λατρευτικών πράξεων, γ) Απέκοψαν αυτήν από της εκκλησιαστικής -πνευματικής κοινωνίας μετά της Μητρός Εκκλησίας, χαρακτηρίζοντες τους τε Πατριάρχας και τους Συνοδικούς Αρχιερείς ως αιρετικούς, μη αναγνωρίζοντες την δικαιοδοσίαν της Μητρός Εκκλησίας επ' αυτών, παρά τους περί του αντιθέτου κατά καιρούς ισχυρισμούς των, και μη κοινωνούντες μετά των κοινωνούντων μετ' Αυτής, αλλ' ευρισκόμενοι εις πνευματικήν συγγένειαν μετά παρατάξεώς τινος των λεγομένων Γ.Ο.Χ. της Ελλάδος, εχούσης ήδη επί κεφαλής αυτής τον αυτοαποκαλούμενον «Αρχιεπίσκοπον» Χρυσόστομον (Κιούσην). Ωσαύτως δεν μνημονεύουν από πολλών ετών το όνομα του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου ... ζ) Η ως άνω ομάς διαδίδει παντί τρόπω, είτε προφορικώς, είτε διά κειμένων αποστελλομένων ή διανεμομένων εντός Αγίου Όρους, είτε δι' επιστολών προς τον τύπον, είτε δι' εμφανίσεων των φερομένων ως εκπροσω-πούντων αυτήν και δή του φερομένου ως επικεφαλής της εις μέσα μαζικής ενημερώσεως, είτε δι' εντύπων εκδιδομένων υπ' αυτής, τας δοξασίας της περί δήθεν αιρεσιαρχών - αιρετικών και αντορθοδόξων Πατριαρχών και πάντων των μετ' αυτών κοινωνούντων, συμπεριλαμβανομένων αυτονοήτως των λοιπών αγιορειτικών Ιερών Μονών. Καταβάλλουν σύντονον προσπάθειαν παραπείσεως και μεταστροφής κανονικών μελών της Εκκλησίας υπέρ των εκκοπέντων απ' αυτής παλαιοημερολογιτών, εξόδου αυτών εκ του σώματος της Εκκλησίας και διακοπής πάσηςκοινωνίας μετ' αυτής, ως επίσης και ενισχύσεως της αντιθέτου προς την εκκλησιαστικήν -πνευματικήν και διοικητικήν ενότητα εν Αγίω Ορει καταστάσεως. Ως ελάχιστα παραδείγματα αναφέρονται, ...»[παρατίθενται αναφορές σε συγκεκριμένα δημοσιεύματα]. «Η ούτω πως συγκροτούμενη σταθερά και ομοιογενής συμπεριφορά, συνιστώσα διαρκώς ευθύς εξ αρχής (από του 1972 και εν πάση περιπτώσει από του Σεπτεμβρίου 1973) πλήρη αποκοπήν από του σώματος της Εκκλησίας και από του σώματος των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους κατά πρωτοφανή προσβολήν της εκκλησιαστικής - πνευματικής και διοικητικής ενότητος του Αγίου Όρους, της θεσπιζόμενης υπό των διατάξεων του άρθρου 105 Συντάγματος και των άρθρων 1 και 5 ΚΧΑΟ, και ούτω πως καθιστώσα την εν τη Μονή ομάδα «ιδιαιτέραν αδελφότητα» υφισταμένην και λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου της κανονικότητος και νομιμότητος του Αγίου Όρους, απαγορεύεται κατά την διάταξιν του άρθρου 183 ΚΧΑΟ, ειδικώτερον δε ο προσηλυτισμός και η προπαγάνδα απαγορεύονται κατά την διάταξιν του άρθρου 184 ΚΧΑΟ, επισύροντος την διοικητικήν ποινήν της απελάσεως ... Δια ταύτα η Ιερά Κοινότης ... προ πάσης άλλης αποφάσεως καλεί τους φερομένους ως ενοικούντας ... εντός ... της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου όπως εμφανισθώσι ενώπιόν (της) ..., προκειμένου ίνα το Ιερόν Σώμα αφ' ενός μεν ακροασθή αυτών επί των θεμάτων α) της εν τη Ιερά Μονή γενικώς κρατούσης καταστάσεως και της λειτουργίας της ομάδος αυτών υπό τους ανωτέρω περιγραφέντας όρους, β) της θέσεως ενός εκάστου έναντι της κατά το σκεπτικόν της παρούσης υπαρχούσης εντός της Ιεράς Μονής απηγορευμένης ιδιαιτέρας αδελφότητος, και γ) της θέσεως ενός εκάστου έναντι των διενεργουμένων εντός της Ιεράς Μονής προπαγάνδας και προσηλυτισμού εις βάρος της Μητρός Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής - πνευματικής και διοικητικής ενότητος του Αγίου Όρους και υπέρ των λεγομένων «Γ.Ο.Χ.», ... και τέλος υπόμνηση αυτοίς ... ότι, εν περιπτώσει μη πλήρους και ανυπερθέτου συμμορφώσεώς των, είναι υποχρεωμένη ... να προβή εις άπόφασιν απελάσεώς των και ανασύστασιν της αδελφότητος ...». Ο αιτών επέδωσε την 25.11.2002 έγγραφο στην Ιερά Κοινότητα στο οποίο αναφέρονται και τα εξής: «Εις ουδέν σημείον του εγγράφου *της {Ιεράς·Κοινότητος] δεν αναγράφεται, επακριβώς ποίαν συγκεκριμένην πράξιν ή παράλειψιν διέπραξα ... ουδέ εξειδικεύεται το συγκεκριμένον παράπονον ... Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το όλως αόριστον των αιτιάσεών Σας ... Ουδέν εκ των εγγράφων, τα οποία η Υμετέρα Αρχή ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώσιν, δεν μοι συνεκοινοποιήθη, ουδέ εκλήθην να λάβω γνώσιν ατομικώς ή δι' αντιπροσώπου, ώστε να δυνηθώ ... να προβώ εις τας δέουσας ενεργείας προς επιδίωξιν των δικαίων μου ... Ο χρόνος ον αυθαιρέτως τάσσετε δια τας έρευναν, κρίσιν και αξιλόγησιν των ... ογδοήκοντα οκτώ πολυσελίδων εγγράφων είναι εμφανέστατα ελάχιστος ... Κατόπιν τούτου, ... σας καλώ αφ' ενός να σεβασθήτε εμπράκτως άπαντα τα δικαιώματα μου, αφ' ετέρου να ανακαλέσετε άπασαν την ... Υμετέραν ενέργειαν ...». Μετά την επίδοση του ως άνω εγγράφου εκδόθηκαν διαδοχικά οι τρεις προσβαλλόμενες πράξεις. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Κοινότητος επαναλαμβάνει, κατά βάσιν, στην αιτιολογία της όσα είχαν προσαφθεί στον αιτούντα και στα λοιπά πρόσωπα που εγκαταβιούσαν στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου με την από 18.11.2002 κλήση προς παροχή εξηγήσεων και αναφέρει ότι «Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται σκόπιμος και απολύτως αναγκαία η λήψις και επιβολή των ενδεδειγμένων νομίμων διοικητικών μέτρων και ποινών. Η συμπαγείσα «ιδιαίτερα αδελφότης» δέον όπως παύση υφισταμένη και διαλυθεί, εν ω δια την προπαγάνδαν και τον προσηλυτισμόν κρίνεται επιβλητέα η διοικητική ποινή της απελάσεως εκ του Αγίου Όρους κατά πάντων των μελών της ιδιαιτέρας αδελφότητος ... το μέτρον τούτο αφ' ετέρου θα επιφέρη εις τα πρόσωπα των εις ους αφορά την πλήρη και οριστικήν αποστέρησιν των ... ιδιοτήτων του Εσφιγμενίτου και Αγιορείτου Μοναχού και παντός εξ αυτών απορρέοντος προνομίου και εννόμου εν γένει αποτελέσματος». Στην ίδια αιτιολογία αναφέρεται, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου «ερείδεται ... εμφανώς επί της διαπιστώσεως της υπό τών αποκοπέντων ,τούτων της Εκκλησίας και, του Αγίου Όρους όλως απαραδέκτου εκμεταλ-λεύσεως της κατοχής μιας Κυριάρχου Αγιορειτικής Ιεράς Μονής και της δι' αυτής προκλήσεως πρωτοφανούς διασπάσεως του Αγίου Όρους από εκκλησιαστικής τε και διοικητικής απόψεως ... Ούτως εχόντων των πραγμάτων θεωρείται η απόφασις αύτη απολύτως εύλογος». Η αιτιολογία αυτή καταλήγει ως εξής: «ʼλλως τε και εις την κοινήν συνείδησιν του αγιορειτικού κόσμου καθ' όλου και της Ιεράς Κοινότητος ειδικώτερον οι αυτοί ως άνω κάτοχοι της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, υπερβάντες κατά πολύ τα όρια της απλής διαμαρτυρίας και καλλιεργείας των εαυτών δοξασιών, ου μην αλλά και καταχρασθέντες την κατοχήν της Ιεράς Μονής ταύτης και αδιαλλάκτως επίμείναντες εις την δι' αυτής συντήρησιν της διασπάσεως του Αγίου Όρους, απεσχίσθησαν προ πολλού εκ της Εκκλησίας αφ' εαυτών, δηλονότι κατέστησαν εαυτούς σχισματικούς. Η κατάστασις η υπ' αυτών μόνων προκληθείσα συνεκέντρου λοιπόν οφθαλμοφανώς άπαντα τα χαρακτηριστικά του σχίσματος. Τούτο άλλωστε εις αγιορειτικόν επίπεδον είναι και το εκκλησιαστικόν περιεχόμενον της διαπιστώσεως της Ι. Κοινότητος περί συγκροτήσεως «ιδιαιτέρας αδελφότητος». Η Πατριαρχική και Συνοδική απόφασις συνιστά συνεπώς την δέουσαν και οφειλομένην διαπίστωσιν παρά της αρμοδίας Εκκλησιαστικής Αρχής. Κατόπιν της εξελίξεως ταύτης, συντρέχει ασφαλώς παρά τοις σχισματικοίς τούτοις περίπτωσις κλασσικής παραβιάσεως των απαγορεύσεων των εδρευουσών εν τοις άρθροις 105 παρ. 2 εδ. δ του Συντάγματος και 5 παρ. 2 του ΚΧΑΟ, τοις ορίζουσιν αντιστοίχως ότι «απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο ʼγιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί» και «εις ουδένα ετερόδοξον ή σχισματικόν επιτρέπεται η εν Αγίω Όρει εγκαταβίωσις». Συνεπώς της εγκαταβιώσεώς των απαγορευομένης, άνευ ετέρου επιβάλλεται η απομάκρυνσίς των εκ του Αγίου Όρους, προστιθεμένου του λόγου τούτου εις τους λοιπούς διαπιστωθέντας και διατυπωθέντας εν τοις πρόσθεν, όντος δε και μόνου τούτου επαρκούς διά την επιβολήν της ως άνω διοικητικής ποινής υπό της Ι. Κοινότητος».

8. Επειδή, ο ΚΧΑΟ ορίζει και τα εξής: «Αρθρον1. Το Αγιώνυμον Όρος του Αθω συνίσταται εξ είκοσιν Ιερών Κυριαρχικών, Βασιλικών, Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, τεταγμένων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα κατά την ακόλουθον ιεραρχικήν τάξιν: 1) ... 18) η ιερά μονή του Εσφιγμένου ... ʼρθρον 2. Πλην των ανωτέρω είκοσι Κυριάρχων Ιερών Μονών ουδενί απολύτως επιτρέπεται δικαίωμα ιδιοκτησίας εν Αγίω Όρει. ʼρθρον 3. Η αύξησις ή ελάττωσις του αριθμού των Κυριάρχων Ιερών Μονών, ή η μετατροπή των διοικητικών και ιεραρχικών καθόλου σχέσεων τούτων προς τα εξαρτήματα αυτών, ως αύται απ' αιώνων καθιερώθησαν και εν τω παρόντι καταστατικώ χάρτη διατυπούνται, επ' ουδενί λόγω επιτρέπεται... ʼρθρον 5. Πάσαι αι εν Αγίω Όρει μοναί ως Πατριαρχικαί και Σταυροπηγιακαί υπάγονται υπό την πνευματικήν δικαιοδοσίαν της Μεγάλης του Χριστού Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη επιτρεπομένου ουδενός άλλου μνημόσυνου πλην του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου. Εις ουδένα δε ετερόδοξον ή σχισματικόν επιτρέπεται η εν Αγίω Όρει εγκαταβίωσις ... ʼρθρον 11. Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους, τα δικαιώματα της οποίας ορίζονται υπό ειδικών διατάξεων του παρόντος Καταστατικού Χάρτου, αποτελείται εξ είκοσιν αντιπροσώπων των ιερών μονών, ανά ένα εξ εκάστης αυτών, εδρεύει εν Καρυαίς και είναι σώμα διαρκές, γνωστόν υπό το όνομα Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους ʼθω. ʼρθρον 14. Οι αντιπρόσωποι ιερών μονών, οι συγκροτούντες την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους εκλέγονται υπό των οικείων μονών έκαστος κατά τους εσωτερικούς κανονισμούς αυτών ... ʼρθρον 17. Η Ιερά Κοινότης συνεδριάζει τακτικώς μεν τρις της εβδομάδος, εκτάκτως δε οσάκις παραστή ανάγκη ... ʼρθρον 18. Από της προηγουμένης εκάστης συνάξεως καταρτίζεται υπό της Ιεράς Επιστασίας και διανέμεται εις τους αντιπροσώπους η ημερησία διάταξις τωνσυζητητέων θεμάτων κατά την επομένην συνεδρίαν ... Αρθρον 19. Οι αντιπρόσωποι παραμένοντες μονίμως εν Καρυαίς οφείλουσιν εκτός αποδεδειγμένης ασθενείας να προσέρχωνται τακτικώς και ανελλιπώς εις τας συνεδρίας ...». Όπως δε αναφέρεται σε υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος και δεν αμφισβητείται, η τελευταία από δεκαετιών συνεδριάζει τακτικά, δυό φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη, βάσει του Κανονισμού της, τούτο δε ήταν γνωστό στους εγκαταβιούντες στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αιτών, είχε δε υπομνησθεί και με σχετική επιστολή της Ιεράς Επιστασίας προς όλες τις ιερές μονές του Αγίου Όρους. Τέλος, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία, εξ άλλου, αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α. 45), τα διοικητικά όργανα πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα μέλη των συλλογικών οργάνων της διοικήσεως οφείλουν, ειδικότερα, να απέχουν από κάθε διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως, εάν εξαρτούν άμεσο συμφέρον από την έκβαση της αντίστοιχης υποθέσεως. Εάν η συζήτηση της υποθέσως διαρκέσει περισσότερες της μιας συνεδριάσεις, τυχόν πλημμέλεια της συνθέσεως του συλλογικού οργάνου κατά την πρώτη συνεδρίαση, κατά την οποία αποφασίσθηκε η διενέργεια πράξεων για την προώθηση της σχετικής διαδικασίας, καθιστά παράνομη την απόφαση που λαμβάνεται κατά την τελική συνεδρίαση.

9. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Ιεράς Κοινότητος είναι παράνομη, διότι κατά την συνεδρίαση της 16.12.2002, κατά την οποία ελήφθη, δεν είχε κληθεί και δεν έλαβε μέρος ο αντιπρόσωπος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι όλα τα πρόσωπα που εγκαταβιούσαν τότε στην εν λόγω μονή, άρα και ο αιτών, εκωλύοντο να συμμετάσχουν στην κρίσιμη αυτή συνεδρίαση, εφ' όσον από την έκβαση της υποθέσεως, που αφορούσε την συνέχιση της παραμονής τους ή την απομάκρυνσή τους από το ʼγιον Όρος, εξαρτούσαν προδήλως άμεσο συμφέρον. Αν δε θεωρηθεί ότι με τον λόγο αυτόν πλήττεται η νομιμότητα της συνθέσεως της Ιεράς Κοινότητος κατά την συνεδρίαση της 18.11.2002, κατά την οποία αποφασίσθηκε να κληθούν ο αιτών και τα λοιπά ως άνω πρόσωπα προς παροχή εξηγήσεων, τότε και από της απόψεως αυτής ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Τούτο διότι, εφ' όσον, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, οι συνεδριάσεις της Ιεράς Κοινότητος πραγματοποιούνται σε τακτές ημερομηνίες, σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη του οικείου Κανονισμού, ο οποίος ήταν γνωστός και στα πρόσωπα που εγκαταβιούσαν στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, δεν ήταν απαραίτητη πρόσκληση του αντιπροσώπου της για την συμμετοχή του στην επίμαχη συνεδρίαση. Ο Πρόεδρος του Τμήματος Μ. Βροντάκης υποστήριξε την ειδικότερη γνώμη ότι το εξεταζόμενο παράπονο του αιτούντος, καθ' όσον αφορά την από 18.11.2002 συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητος, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο πέρα του ανωτέρω λόγου και για τον λόγον ότι το κώλυμα συμμετοχής του αντιπροσώπου της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου συνέτρεχε και κατά την αρχική αυτή συνεδρίαση, διότι κατ' αυτήν θα συνεζητείτο η υπόθεση της συμπεριφοράς των προσώπων που εγκαταβιούσαν στην ιερά αυτή μονή και της κλήσεως αυτών προς παροχή εξηγήσεων, που συνιστά κίνηση κατ' αυτών της επίμαχης διαδικασίας και, επομένως, εξαρτούσαν άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της υποθέσεως. Ο Σύμβουλος Δ. Πετρούλιας υποστήριξε την ειδικότερη γνώμη ότι όλοι οι εγκαταβιούντες στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου είχαν κώλυμα συμμετοχής κατά την (δεύτερη) από 16.12.2002 συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητος, δεδομένου ότι είχε μεσολαβήσει η από 14.12.2002 πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την οποία οι μεν εξ αυτών κληρικοί είχαν καθαιρεθεί, στους δε μοναχούς είχε επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας. Ως εκ τούτου, κατά την γνώμη αυτή, στην παραπάνω συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητος δεν ήταν δυνατή η συμμετοχή αντιπροσώπου της ως άνω μονής. Ο Σύμβουλος Π. Κοτσώνης και οι Πάρεδροι υποστήριξαν την ειδικότερη γνώμη ότι η πρόσκληση αντιπροσώπου της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου κατά την συνεδρίαση της 16.12.2002 δεν ήταν απαραίτητη, για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν ήταν απαραίτητη αντίστοιχη πρόσκληση για την αρχική συνεδρίαση της 18.11.2002, δηλαδή για τον λόγον ότι οι συνεδριάσεις της Ιεράς Κοινότητος πραγματοποιούνται σε τακτές ημερομηνίες, γνωστές σε όσους εγκαταβιούν στην ως άνω ιερά μονή. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ε. Δανδουλάκη, η οποία υποστήριξε την εξής γνώμη: Το Σύνταγμα, στο άρθρο 105 παρ. 2, ορίζει ρητώς ότι «Το Αγιο Όρος διοικείται ... από τις είκοσι Ιερές Μονές του ...» και ότι «Η διοίκησή του ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι αποτελούν την Ιερή Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών του Αγίου Όρους ...». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι το όργανο διοικήσεως του Αγίου Όρους, δηλαδή η Ιερά Κοινότης, συγκροτείται πάντα από είκοσι μέλη, αντιπροσώπους των ισάριθμων μονών, και συνεδριάζει νομίμως μόνον υπό πλήρη-εικοσαμελή-σύνθεση. Διαφορετικά το ίδιο το Σύνταγμα θα είχε περιλάβει και διατάξεις περί απαρτίας - τέτοιες, όμως, διατάξεις δεν περιέχει το παραπάνω άρθρο 105. Συνεπώς, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 105 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν είναι ανεκτός ο αποκλεισμός μέλους της Ιεράς Κοινότητος από την συμμετοχή του σε συνεδρίαση του διοικητικού αυτού οργάνου, όταν συζητείται θέμα που τον αφορά προσωπικά ή αφορά την μονή που αντιπροσωπεύει. Κατ' ακολουθίαν, κατά την γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη από 16.12.2002 πράξη της Ιεράς Κοινότητος, που εκδόθηκε χωρίς την συμμετοχή και χωρίς προηγούμενη σχετική ειδοποίηση του αντιπροσώπου της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, είναι παράνομη και θα έπρεπε, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί.

10. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πράξη της Ιεράς Κοινότητος εκδόθηκε κατά παράβαση του ουσιώδους διαδικαστικού τύπου της ακροάσεως, που επιβάλλεται από την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα προβάλλεται ότι η κλήση προς παροχή εξηγήσεων ήταν αόριστη και, συνεπώς,·παράνομη, διότι «δεν μνημόνευε ούτε ένα πραγματικό περιστατικό ικανό να στοιχειοθετήσει τα παραπτώματα που η Διοίκηση καταλόγιζε στον αιτούντα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, στην επίμαχη κλήση ήταν συνημμένη η από 18.11.2002 πράξη της Ιεράς Κοινότητος, στην οποία αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά και στοιχεία, τα οποία, κατά την άποψη του διοικητικού αυτού οργάνου, επέβαλλαν ενδεχομένως την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως. Προβάλλεται, επίσης, ότι ο αιτών στερήθηκε της δυνατότητας να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως του. Και ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ούτε προβάλλεται ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο αιτών υπέβαλε συγκεκριμένο αίτημα προσβάσεως στα επίμαχα στοιχεία ούτε, εξ άλλου, προκύπτει ότι η Ιερά Κοινότης παρεμπόδισε με οποιονδήποτε τρόπο την πρόσβαση αυτή. Προβάλλεται, τέλος, ότι η προθεσμία των πέντε ημερών, που έταξε η Ιερά Κοινότης στον αιτούντα για να διατυπώσει τις απόψεις του δεν του «εξασφάλιζε τον αναγκαίο για την ετοιμασία της απολογίας» του χρόνο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφ' ενός μεν διότι πενθήμερη προθεσμία προβλέπει και η σχετική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία, ως διάταξη εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου και ελλείψει αντίστοιχης ειδικής διατάξεως του ΚΧΑΟ, είναι κατ' αρχήν εφαρμοστέα στην κρινόμενη περίπτωση αφ' ετέρου δε διότι ναι μεν ο αιτών, με την προαναφερθείσα εξώδικο δήλωση του, παραπονέθηκε ότι ο χρόνος που του ετάχθη προς παροχή εξηγήσεων «είναι εμφανέστατα ελάχιστος», δεν υπέβαλε, όμως, συγκεκριμένο αίτημα παρατάσεως της επίμαχης προθεσμίας, ώστε να αποτελεί αντικείμενο δικαστικής κρίσεως η νομιμότητα της τυχόν απορρίψεώς του, αλλά περιορίσθηκε να ζητήσει από την Ιερά Κοινότητα·αορίστως, να γίνουν σεβαστά «εμπράκτως άπαντα τα δικαιώματα» του καί να ανακληθεί η «ατυχούς εμπνεύσεως ... ενέργεια» αυτής.

11. Επειδή, το άρθρο 5 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζει ότι «Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνον ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Το δε άρθρο 9 της Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ν.δ. 53/1974, Α 256), ορίζει ότι «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται ... την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ... δια της λατρείας ... και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια ... την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως ... ή ... των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».

12. Επειδή, προβάλλεται ότι η απαγόρευση διαμονής του αιτούντος στο ʼγιον Όρος, που επιβάλλεται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεδομένης και της αιτιολογίας των, ισοδυναμεί με επιβολή διοικητικών μέτρων περιοριστικών των ελευθεριών του επειδή διατύπωσε δογματική άποψη περί την ερμηνεία εκκλησιαστικών κανόνων αντίθετη προς αυτή των οργάνων που τις εξέδωσαν και ότι, ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 4 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος και 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμο. Τούτο διότι το ζήτημα του επιτρεπτού ή μη της εγκαταβιώσεως ετεροδόξων ή σχισματικών στο ʼγιον Όρος ρυθμίζεται από την διάταξη του άρθρου 105 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία εισάγει απαγορευτικό κανόνα, περιορίζοντας αντιστοίχως την ελευθερία εγκαταστάσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική και, ως εκ τούτου, κάμπτει κάθε αντίθετη γενική διάταξη. Συνεπώς, επί του ζητήματος·αυτού δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι γενικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 4 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το μέτρο που είναι αντίθετες προς την ως άνω ειδική διάταξη. Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ - και μάλιστα αυτή της παραγράφου 2- δεν αποκλείουν, κατ' αρχήν, την επιβολή περιορισμών του δικαιώματος εγκαταστάσεως σε περιοχές, που είναι αφιερωμένες στην θρησκευτική λατρεία και τελούν υπό ειδικό νομικό καθεστώς, όπως είναι το ʼγιον Ορος, που είναι αφιερωμένο στην καλλιέργεια του ορθόδοξου μοναχισμού.

13. Επειδή, προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Κοινότητος επιχειρείται μεταβολή του διοικητικού καθεστώτος του Αγίου Όρους και του αριθμού των ιερών μονών, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένο το έδαφός του, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 105 του Συντάγματος, που παγιώνουν το καθεστώς αυτό απαγορεύοντας την αλλοίωσή του και κατοχυρώνουν την «εσωτερική αυτονομία των Μονών στα εκκλησιαστικά πνευματικά και διοικητικά ζητήματα». Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πρώτον μεν διότι με την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη πράξη δεν αποφασίσθηκε η διάλυση της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου ούτε μειώθηκε, αμέσως ή εμμέσως, ο αριθμός των ιερών μονών του Αγίου Όρους. Δεύτερον, διότι η ίδια πράξη, επιβάλλοντας την διάλυση της αδελφότητας των προσώπων που εγκαταβιούν στην εν λόγω μονή, δεν επιφέρει αλλοίωση του διοικητικού συστήματος του Αγίου Όρους, εφ' όσον η διάλυση αυτή δεν αποτελεί παρά την αναγκαία συνέπεια της απελάσεως του συνόλου των παραπάνω προσώπων. Τρίτον δε, διότι το διοικητικής φύσεως ζήτημα της απελάσεως ως σχισματικού προσώπου που εγκαταβιώνει σε ιερά μονή του Αγίου Όρους δεν αποτελεί αντικείμενο της αυτοδιοικήσεως της συγκεκριμένης μονής και, ως εκ τούτου, δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των οργάνων διοικήσεως αυτής, αλλά ανάγεται στην διοίκηση του Αγίου Όρους εν γένει.

14. Επειδή, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι ο χαρακτηρισμός του αιτούντος ως σχισματικού, στον οποίο προβαίνει η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Κοινότητος, αιτιολογείται πλημμελώς, ότι, ειδικότερα, ο αιτών δεν προχώρησε στον αποχωρισμό του από το σώμα της Εκκλησίας ή του Αγίου Όρους, ότι δεν προσχώρησε σε άλλη Εκκλησία και ότι η ως άνω πράξη ούτε μνημονεύει «κάποιο γεγονός που να συνιστά εκδήλωση πρόθεσης αποσχισμού» του ούτε του αποδίδει «ατομικά κάποια συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που να μπορεί να στοιχειοθετήσει τις αποδιδόμενες [στον αιτούντα] παραβάσεις (σχισματικές τάσεις, προσηλυτιστικές και προπαγανδιστικές ενέργειες)». Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι. Πράγματι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ως άνω προσβαλλομένης πράξεως και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, η Ιερά Κοινότης προέβη σε σειρά διαπιστώσεων και αξιολογήσεων πραγματικών περιστατικών, στις οποίες περιλαμβάνονται και όσα περί προσηλυτισμού και προπαγάνδας αναφέρονται στην εν λόγω πράξη. Με αφετηρία τις διαπιστώσεις και αξιολογήσεις αυτές η Ιερά Κοινότης κατέληξε στην κρίση, την οποία μάλιστα εξέφερε κατ' ιδίαν αντίληψη, εκ παραλλήλου και χωρίς να θεωρεί ότι δεσμεύεται από την αντίστοιχη κρίση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι ο αιτών είναι σχισματικός, στηριζόμενη δε στην κρίση αυτή αποφάσισε την απέλαση του. Όμως, η έννοια του σχισματικού δεν προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Συντάγματος ή από πολιτειακό νόμο εν γένει, αλλά ο καθορισμός του περιεχομένου της συναρτάται προς την ύπαρξη εκκλησιολογικών καταστάσεων περί των οποίων προβλέπουν οι συνιστώντες την εσωτερική τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας κανόνες. Τούτων όμως η ερμηνεία δεν ανήκει στά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, η έννοια αυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο ταυ ακυρωτικού δικαστή, εξ ου και οι εξεταζόμενοι λόγοι ακυρώσεως που στρέφονται κατά του επίμαχου χαρακτηρισμού είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Δ. Πετρούλια, το ζήτημα του χαρακτηρισμού ως σχισματικού προσώπου που εγκαταβιώνει στο ʼγιον Όρος είναι πνευματικής φύσεως, η σχετική δε με το ζήτημα αυτό κρίση του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι δεσμευτική για την Ιερά Κοινότητα, εφ' όσον, κατά το άρθρο 105 του Συντάγματος, το ʼγιον Όρος τελεί, από πνευματική άποψη, υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο οποίο ανήκει και η ανώτατη εποπτεία της ακριβούς τηρήσεως των αγιορειτικών καθεστώτων ως προς το πνευματικό μέρος. Εν προκειμένω, η κρίση περί του ότι ο αιτών είναι σχισματικός, περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν δεσμευτική για την Ιερά Κοινότητα. Επομένως, νομίμως οπωσδήποτε η τελευταία, με την προσβαλλόμενη πράξη της, προσέδωσε τον χαρακτηρισμόν αυτό στον αιτούντα, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, και είναι αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προσβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 2976/1996 Ολομελείας). Η Σύμβουλος Ε. Δανδουλάκη υποστήριξε την εξής ειδικότερη γνώμη: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 του Συντάγματος, 7 του ν.δ της 10/16.9.1926 και 52 του ΚΧΑΟ, που παρατέθηκαν στην πέμπτη σκέψη, προκύπτει ότι το σχίσμα αποτελεί εκκλησιαστικό παράπτωμα κολαζόμενο, εάν σε αυτό υποπέσει κληρικός, με την ποινή της καθαιρέσεως. Αρμόδιο για την επιβολή της ποινής αυτής είναι το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο του Αγίου Όρους, ήτοι η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η διάγνωση δηλαδή ότι κληρικός που εγκαταβιώνει στο ʼγιον Όρος είναι σχισματικός γίνεται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής δίκης. Η σχετική δε απόφαση, καθ' όσον αφορά τονχαρακτηρισμό του σχισματικού, τον οποίο τυχόν προσδίδει στον τιμωρούμενο κληρικό, δεσμεύει την Ιερά Κοινότητα. Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, η Ιερά Κοινότης δεσμευόταν, στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά το μέρος που με αυτήν ο αιτών χαρακτηρίσθηκε σχισματικός και, ως εκ τούτου, η σχετική κρίση της περί του ότι ο αιτών είναι σχισματικός είναι νόμιμη, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, και είναι αντίθετα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο ακυρώσεως.

15. Επειδή, το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος θεσπίζει θεμελιώδη αρχή (: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας») και το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει, μεταξύ άλλων, την αρχή της αναλογικότητας. Οι συνταγματικές αυτές αρχές διέπουν και την διοίκηση του Αγίου Όρους, δεδομένου ότι η ρύθμιση του άρθρου 105 του Συντάγματος συμπορεύεται απολύτως με αυτές τις αρχές. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 105 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος, 3 και 4 του ν.δ. της 10/16.9.1926 και 8 του ΚΧΑΟ συνάγεται ότι εάν η Ιερά Κοινότης διαπιστώσει ότι στο ʼγιον Όρος εγκαταβιώνει σχισματικός, αποφασίζει την απέλασή του, ο δε Διοικητής μεριμνά για την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως. Από τις ίδιες, όμως, διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των παραπάνω συνταγματικών αρχών, προκύπτει ότι ο Διοικητής οφείλει να μη προχωρήσει στην αναγκαστική απομάκρυνση του απελαυνομένου από το Αγιον Όρος, εάν και εφ' όσον ο τελευταίος τελεί υπό προσωπικές συνθήκες (λ.χ. υγείας) όλως εξαιρετικές, τέτοιες που η απομάκρυνσή του αυτή θα προσέβαλλε την αξία του ανθρώπου και θα αντέβαινε στην αρχή της αναλογικότητας. Απόκειται δε στην Διοίκηση του Αγίου Όρους να ρυθμίσει τους όρους, υπό τους οποίους είναι ανεκτή η, μη συνιστώσα εγκαταβίωση υπό την ιδιότητα του αγιορείτη μοναχού, εκεί απλή εξ ανθρωπιστικού λόγου παραμονή προσώπου απελαυνομένου ως σχισματικού, ώστε να μη θίγεται το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 105 του Συντάγματος και, ειδικότερα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών προβάλλει ότι η απέλασή του αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, ιδίως εν όψει της φύσεως των παραπτωμάτων που του αποδόθηκαν και του γεγονότος ότι εγκαταβιώνει στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου από το έτος 1970 και «έχει συνδέσει την ύπαρξή (του) με την αγιορείτικη μοναχική ζωή». Ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, εφ' όσον ο αιτών εγκαταβίωνε στο ʼγιον Όρος, καίτοι κατά την κρίση της Ιεράς Κοινότητος είναι σχισματικός, η απέλασή του ήταν, κατ' αρχήν, επιβεβλημένη. Μόνο δε το γεγονός της επί δεκαετίες εγκαταβιώσεώς του στην ως άνω ιερά μονή δεν αποτελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όλως εξαιρετική προσωπική συνθήκη κωλύουσα την αναγκαστική απομάκρυνση του από το ʼγιον Όρος. Ο Σύμβουλος Δ. Πετρούλιας υποστήριξε την εξής ειδικότερη γνώμη: Από τον κρινόμενο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι ο αιτών, εγκαταβιώνει στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου από το έτος 1970 και «έχει συνδέσει την ύπαρξή (του) με την αγιορείτικη μοναχική ζωή», σαφώς προκύπτει ότι ο αιτών επιδιώκει την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, προκειμένου να εξακολουθήσει να παραμείνει στο Αγιον Όρος με την ιδιότητα του μοναχού, δηλαδή επιδιώκει τη συνέχιση της εγκαταβίωσής του στο ʼγιον Όρος και όχι την εκεί παραμονή του για άλλους λόγους και με άλλη, μη μοναχική, αδιευκρίνιστη ιδιότητα. Συνεπώς, η εξέταση του ανωτέρω ζητήματος από την εκτεθείσα παραπάνω γνώμη συνιστά κρίση όχι μόνον πέραν των αιτηθέντων, αλλά και αντίθετη προς τη βούληση του αιτούντος, όπως αυτή προκύπτει από τη διατύπωση του λόγου. Περαιτέρω δε ο κρινόμενος λόγος ακυρώσεως, για παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, είναι, όπως προβάλλεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 102 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται η απόλυτη απαγόρευση της εγκαταβίωσης στο ʼγιο Όρος ετεροδόξων ή σχισματικών, εάν μοναχός, ο οποίος εγκαταβιώνει στο ʼγιο Όρος, κριθεί, από τα αρμόδια όργανα, σχισματικός (ή ετερόδοξος, κατά μείζονα δε λόγο αλλόθρησκος), τότε επιβάλλεται ως μόνη συνέπεια η απομάκρυνσή του από το ʼγιον Όρος, χωρίς να παρέχεται καμία ευχέρεια για τη συνέχιση της εκεί παραμονής του. Ως εκ τούτου, εν όψει της ειδικής αυτής συνταγματικής ρύθμισης, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Ο δε Διοικητής οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να μεριμνήσει για την εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς επίσης να διαθέτει καμία κατά τούτο ευχέρεια. Βεβαίως, επιβάλλεται η εκτέλεση της αποφάσεως για την απέλαση σχισματικού ή ετεροδόξου να γίνεται με πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξίας του απελαυνομένου και με τρόπο που δεν συνεπάγεται διακινδύνευση της υγείας του. Τυχόν όμως παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, γεννά ενδεχομένως ευθύνη των επιφορτισμένων με την εκτέλεση της απέλασης οργάνων, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει τη νομιμότητα της απέλασης που αποτελεί και το αντικείμενο της κρινόμενης διαφοράς. Τέλος δε, και εν πάση περιπτώσει, για την προσωρινή παραμονή στο Αγιο Όρος, «για άλλους λόγους» και όχι με την μοναχική ιδιότητα, μοναχού, απελαυνομένου ως σχισματικού (ή ετερόδοξου κατά μείζονα δε λόγο αλλόθρησκου) απαιτείται να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο ειδικό αίτημα στα αρμόδια όργανα της Ιεράς Κοινότητας με την επίκληση και των συγκεκριμένων λόγων στους οποίους αυτό στηρίζεται. Τούτο όμως είναι διάφορο και αυτοτελές σε σχέση με την απόφαση περί απέλασης ζήτημα, που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης δίκης, αφού δεν προσβάλλεται πράξη απόρριψης τέτοιου αιτήματος. Ο Σύμβουλος Γ. Παπαγεωργίου υποστήριξε την εξής ειδικότερη γνώμη: Το Σύνταγμα, με τις ειδικές περί Αγίου Όρους διατάξεις του άρθρου 105, κατοχυρώνει, εκτός άλλων, το «αρχαίο προνομιακό καθεστώς» του Αγίου Όρους λεπτομέρειες δε ως προς τον καθορισμό των αγιορειτικών καθεστώτων και ως προς τον τρόπο λειτουργίας των θεσπίζονται, κατά την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο συντάσσουν - με σύμπραξη Αντιπροσώπου του Κράτους - και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές, επικυρώνουν δε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή. Εν όψει των ειδικών αυτών συνταγματικών ρυθμίσεων, άλλες συνταγματικές διατάξεις έχουν εφαρμογή επί θεμάτων του Αγίου Όρους μόνον στο μέτρο που δεν αντιτίθενται στο ανωτέρω άρθρο 105 και στο δι' αυτού κατοχυρούμενο προνομιακό καθεστώς. Εφ' όσον, επομένως, το καθεστώς αυτό δεν επιτρέπει τον εξαναγκασμό των Ιερών Μονών να ανεχθούν στο έδαφος του Αγίου Όρους (το οποίο, σημειωτέον, είναι κατανεμημένο κατ' ιδιοκτησίαν μεταξύ των Ιερών τούτων Μονών και μόνον) την φυσική παρουσία προσώπων μη επιθυμητών, και δη για λόγους αναγομένους στην τήρηση ιερών κανόνων, ζήτημα παραμονής σχισματικού ή ετεροδόξου στο Αγιον Όρος, κατ' επίκλησιν των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν τίθεται. Αλλά, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, επί απελάσεως σχισματικού ή ετεροδόξου από το ʼγιον Όρος, δύνανται να έχουν εφαρμογή οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, η τυχόν συνδρομή «όλως εξαιρετικών προσωπικών συνθηκών» δεν θα στοιχειοθετούσε πλημμέλεια αυτών τούτων των περί απελάσεως διοικητικών πράξεων (είτε της Ιεράς Κοινότητος είτε του Διοικητού), αλλά θα συνιστούσε, ενδεχομένως, στοιχείο γενεσιουργό αστικής ευθύνης του Κράτους εκ των, εις εκτέλεσιν των εν λόγω διοικητικών πράξεων, υλικών ενεργειών σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, που η έννομη τάξη προβλέπει την έκδοση νομικών εν ευρεία εννοία πράξεων, οι οποίες, ασυνδέτως προς οποιεσδήποτε προσωπικές συνθήκες, συνεπάγονται την εξαναγκασμένη μετακίνηση προσώπων (π.χ. δικαστικές αποφάσεις περί εξώσεως ή βιαίας αποβολής, εντάλματα συλλήψεως ή βιαίας προσαγωγής, πρωτόκολλα διοικητικής αναβολής), παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων δεν προκύπτει εξ αυτών τούτων των εν λόγω νομικών πράξεων (ως εκ του αντικειμένου ή του περιεχομένου των), αλλά, ενδεχομένως, εκ των υλικών ενεργειών προς εκτέλεσιν αυτών. Κατόπιν τούτων, αβασίμως ο αιτών προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.

16. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη του αναπληρωτή Διοικητή είναι παράνομη, διότι εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη ακρόαση του αιτούντος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Πράγματι, κατά την γνώμη του Προέδρου Μ. Βροντάκη, του Συμβούλου Π. Κοτσώνη και των Παρέδρων, εφ' όσον ο αιτών δεν προβάλλει ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο του εξαιρετικές συνθήκες, οι οποίες θα επέβαλλαν την ανοχή της παραμονής του στο ʼγιον Όρος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η παράλειψη κλήσεως του αιτούντος σε ακρόαση δεν καθιστά εν πάση περιπτώσει την ως άνω πράξη παράνομη, δεδομένου ότι αντικείμενο της ακροάσεως αυτής δεν μπορούσε να αποτελεί παρά η επίκληση συνδρομής τέτοιων συνθηκών. Κατά την γνώμη δε των Συμβούλων Δ. Πετρούλια και Γ. Παπαγεωργίου, εφ' όσον ο Διοικητής έχει δεσμία αρμοδιότητα να εκτελέσει την πράξη απελάσεως σχισματικού από το Αγιον Όρος, δεν είναι υποχρεωμένος να καλέσει προηγουμένως τον απελαυνόμενο προς παροχή εξηγήσεων. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, όταν ο απελαυνόμενος τελεί υπό όλως εξαιρετικές συνθήκες, κωλύεται η αναγκαστική του απομάκρυνση από το ʼγιον Όρος, αρμόδιο όργανο για να εκτιμήσει την συνδρομή τέτοιων συνθηκών είναι η Ιερά Κοινότης και όχι ο Διοικητής, η Ιερά δε Κοινότης εκάλεσε εν προκειμένω τον αιτούντα προς παροχή εξηγήσεων. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ε. Δανδουλάκη, η οποία υποστήριξε την γνώμη ότι ο αναπληρωτής Διοικητής όφειλε να καλέσει τον αιτούντα προς παροχή εξηγήσεων ως προς το ζήτημα εάν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του όλως εξαιρετικές συνθήκες, οι οποίες θα εκώλυαν την αναγκαστική του απομάκρυνση από το ʼγιον Όρος. Δεν το έπραξε όμως και, συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη η προσβαλλόμενη πράξη του αναπληρωτή Διοικητή έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και θα έπρεπε για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να ακυρωθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ και της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους, που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 και στις 30 Ιουνίου 2003 και στις 20 Ιανουαρίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 10 Μαρτίου 2005.

Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος             Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος

              Μ. Βροντάκης                                          Α. Τριάδη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα,

Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος              Η Γραμματέας του Δ' Τμήματος

           Μ. Βροντάκης                                                 Α. Τριάδη























Κατεβάστε το PDF